Σελίδες

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011

ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΥΡΩΝ (ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ)


Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

Ο Άγιος Νικόλαος είναι από τους πιο γνωστούς αγίους της χριστιανοσύνης. Το όνομά του βρίσκεται στο στόμα αναρίθμητων πιστών που ζητούν τη βοήθειά του. Το όνομά του το φέρουν εκατομμύρια Χριστιανοί και πολλοί είναι οι Ναοί που είναι αφιερωμένοι σ΄αυτόν. Είναι μετά την Παναγία και τον Άγιο Γεώργιο, ο περισσότερο γνωστός σε όλο τον Ορθόδοξο κόσμο. Σ΄ όλη δε την Κύπρο υπάρχουν ενενήντα (90) και πλέον Ναοί αφιερωμένοι στο μεγάλο αυτό Ιεράρχη. Είναι αυτός που προστατεύει τους θαλασσινούς και όλους εκείνους που συναντούν τρικυμίες στη ζωή τους. Γι΄αυτό έχουν κτιστεί πολλές Εκκλησίες προς τιμή του. Όλη του η ζωή ήταν μια .......
 
 
θαυμαστή ενσάρκωση της αγάπης και της φιλανθωπίας.
Το φωτινό του παράδειγμα ας προσπαθήσουμε να το μιμηθούμε. Ό Άγιος Νικόλαος γεννήθηκε στα Πάταρα της Λυκίας της Μικράς Ασίας γύρω στα 230 με 250 μ.Χ. Πότε ακριβώς γεννήθηκε δεν είναι γνωστό. Πάντως κατά το έτος 300 μ.Χ. την εποχή των ασεβών αυτοκρατόρων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού ήταν Αρχιερέας των Μυραίων. Έζησε δε και μέχρι τα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Οι γονείς του ήταν ευσεβείς χριστιανοί και η οικονομική τους κατάσταση ήταν πολύ καλή. Γι΄αυτό οι φωτισμένοι γονείς του, μόρφωσαν πρώτα την απαλή ψυχή του παιδιού τους με τη θρησκεία του Χριστού μας και ύστερα τον έστειλαν στο σχολείο για να μάθει γράμματα. Από μικρός ο Άγιος Νικόλαος έδειχνε την αφοσίωσή του και την αγάπη του στο Θεό, περνώντας την ημέρα του με προσευχές και νήστευε την Τετάρτη και την Παρασκευή. Ακόμα και όταν ήταν βρέφος σύμφωνα με μια παράδοση δεν ήθελε να θηλάσει Τετάρτη και Παρασκευή, παραμόνο μετά τη δύση του ηλίου.
Όταν μεγάλωσε μισούσε τις απρεπείς και τις κακές συνομιλίες και συναναστροφές των νέων. Άγαπούσε να πηγαίνει τακτικά στην Εκκλησία και να συναναστρέφεται με ήσυχους, ήρεμους και καλούς ανθρώπους. Άκουε τις συμβουλές των μεγαλυτέρων του και προσπαθούσε να τις εφαρμόζει, όπου ήταν αναγκαίες.
Έμεινε ορφανός στο άνθος της ηλικίας του και απροστάτευτος μέσα στους πολλούς κινδύνους του ειδωλολατρικού περιβάλλοντός του. Εδώ έιναι η πρώτη του νίκη. Τίποτε δεν τον παρασύρει. Την περιουσία του τη χρησιμοποιεί για έργα αγάπης και φιλανθρωπίας. Τον θαυμάζουν οι Χριστιανοί για τη σταθερότητά του και προσεύχονται στο Θεό να τον αξιώσει να υπηρετήσει την Εκκλησία.
Εκείνο τον καιρό Αρχιεπίσκοπος της Λυκίας ήταν ο θείος του. Αφού εκτίμησε τις αρετές και τη μεγάλη του πίστη τον κάλεσε στην υπηρεσία του Κυρίου και τον χειροτόνησε ιερέα της Επισκοπής.
Όταν έγινε ιερέας μοίρασε όλη την περιουσία του, που του άφησαν οι γονείς του, στους φτωχούς. Έντυσε γυμνούς και δυστυχισμένους. Δεν σπατάλησε την περιουσία στος διασκεδάσεις, ούτε σο πολυτελή ενδύματα, όπως κάνουν πολλοί νέοι της σημερινής εποχής, γιατί άκουε τον Προφιτάνακτα Δαβίδ, ο οποίος οποίος λέγει. "Πλούτος εάν ρέει, μη προστίθεσθε καρδίαν" (ψαλμός ξα΄ΙΙ). Έτσι έκανε και ο Άγιος. Δεν έδωσε προσοχή στον ρέοντα και φθαρτό πλούτο, αλλά σκόρπισε αυτό, όπως έπρεπε, για να κερδίσει άφθαρτο και αιώνια ζωή. Η απλοχεριά του έσωσε πολλούς χριστιανούς από τον κατήφορο της αμαρτίας. Ο ΄Αγιος Νικόλαος ήταν άνθρωπος των έργων και όχι των λόγων.
Οι μέρες του Αγίου περνούσαν με νηστεία, προσευχή και πολλές ελεημοσύνες. Άγρυπνα γονάτιζε και παρακαλούσε τον Χριστό να του δίνει δύναμη, υπομονή και θάρρος για να μη λυγίσει στους πειρασμούς του σατανά.
Από τις πολλές ελεημοσύνες που έκαμε ο Άγιος ακούστε μια θαυμαστή και παράδοξη.
Τον καιρό εκείνο ζούσε ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος, ο οποίος είχε τρείς πολύ όμορφες θυγατέρες. Από φθόνο των εχθρών του ο πλούσιος έχασε όλη του την περιουσία και έφτασε σε μεγάλη φτώχεια. Βρέθηκε σε τέτοια θλιβερή και δύσκολη κατάσταση που δεν μπορούσε να ζήσει μαζί με τις τρείς του θυγατέρες . Αποφάσισε να βάλει τις θυγατέρες του σε πορνείο, για να έχουν κάποιο εισόδημα και να μπορούν να ζήσουν. Ο δε Πανάγαθος Θεός, ο γινώσκων τα κρύφια των καρδιών, θέλησε να ελευθερώσει τις τρείς εκείνες ψυχές από την κόλαση και την αμαρτία. Κατά την ίδια εκείνη μέρα, κατά την οποία φανέρωσε ο πατέρας των κοριτσιών τη βούλησή του, το έμαθε και ο Άγιος Νικόλαος. Αμέσως έβαλε σ΄ενα μανδύλι τριακόσια φλωριά, πήγε κρυφά και το έρριξε στο σπίτι του πτωχεύσαντος πλουσίου από μια θυρίδα και έφυγε αμέσως χωρίς να γίνει αντιληπτός. Δεν ήθελε να φανερωθεί σε κανένα, γιατί απέφευγε τον έπαινο των ανθρώπων και μόνον επιθυμούσε να αρέσει στο Θεό. Άκουε το Ιερό Ευαγγέλιο που έλεγε. "Σου δε ποιούντος ελεημοσύνην, μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου" (Ματθ. ΣΤ. Στίχ. 3) δηλαδή όταν κάμνεις την ελεημοσύνη, να μη το γνωρίζει κανένας.
Ο πατέρας των τριών κοριτσιών ξύπνησε το πρωϊ και είδε στο σπίτι ένα μανδήλι δεμένο και το άνοιξε αμέσως. Μόλις είδε τόσα πολλά φλωριά έμεινε εκστατικός και έτριβε τα μάτια του από χαρά, μη πιστέυοντας το γεγονός. Μέτρησε αμέσως τα φλωριά και τα βρήκε ακριβώς τριακόσια. Μεγάλη περιουσία είχε στα χέρια του, γι΄αυτό ήταν πολύ ενθουσιασμένος και χαρούμενος, αλλά ήθελε να μάθει ποίος έκαμε αυτή την καλή πράξη. Αφού δεν γνώριζε τον ευεργέτη του ευχαριστούσε και δοξολογούσε συνέχεια τον Θεό. Αμέσως φρόντησε και ενύμφευσε την μεγαλύτερη του θυγατέρα με κάποιο πλούσιο της πόλης εκείνης και της έδωσε και τα τρακόσια φλωριά σαν προίκα. Ήλπιζε δε ότι εκείνος που τον βοήθησε θα φρόντιζε να τον βοηθήσει για την προίκα και των άλλων δυο κοριτσιών.
Αφού ο Άγιος Νικόλαος είδε ότι ο πατέρας χρησιμοποίησε τα χρήματα για καλό σκοπό, αμέσως τη δεύτερη νύκτα δένει σε άλλο μανδήλι άλλα τριακόσια φλωριά και το βράδυ πήγε και τα έρριξε πάλι από τη θυρίδα. Όταν ξύπνησε το πρωϊ ο πατέρας των κοριτσιών, βλέπει ένα άλλο μανδήλι με άλλα τριακόσια φλωριά. Θαύμασε για το γεγονός και παρακαλούσε τον Θεό να του φανερώσει τον άνθρωπο που του έκαμε αυτό το μεγάλο καλό και σώθηκαν τα κορίτσια του από την αμαρτία. Ήθελε να του φανερώσει τον ευεργέτη του που με την ελεημοσύνη του άρπαξε από τα χέρια του διαβόλου τις τρείς θυγατέρες του και τις έσωσε. Έτσι ενύμφευσε και τη δεύτερή του θυγατέρα δίνοντάς της σαν προίκα τα τριακόσια φλωριά, ελπίζοντας στον Θεό, ότι ο ευεργέτης θα βοηθήσει και την τρίτη του θυγατέρα.
Την τρίτη φορά όμως ήταν πολύ προσεχτικός και ήθελε να τρέξει και να δεί τον ευεργέτη του. Ο δε Άγιος Νικόλαος βλέποντας ότι ενύμφευσε και τη δεύτερή του θυγατέρα αποφάσισε να τελειώσει το καλό. Οπότε έδεσε πάλο σε άλλο μανδήλι άλλα τρακόσια φλωριά και πήγε να τα ρίξει κρυφά τη νύχτα από τη θυρίδα. Μόλις τα έρριξε ο Άγιος, ο πατέρας των κοριτσιών ήταν ξύπνιος δεν κοιμήθηκε, άνοιξε την πόρτα, έτρεξε και είδε κάποιο να φεύγει τρέχοντας. Ύστερα για λίγη ώρα έτρεχε ο ένας τον άλλο. Ο πατέρας των κοριτσιών τον έφασε και είδε ότι ήταν ο Άγιος Νικόλαος, ο πασίγνωστος και δημοφιλέστατος άγιος, ο μεγάλος ευεργέτης των φτωχών και των δυστυχισμένων. Αμέσως έπεσε στα πόδια του και με δάκρυα στα μάτια του έλεγε. "Σε ευχαριστώ, δούλε του Θεού, που με λυπήθηκες εμένα τον ταλαίπωρο και άθλιο και μου έκαμες τέτοια μεγάλη ελεημοσύνη. Ευτυχώς που με πρόλαβες γιατί διαφορετικά θα χανόμουν ψυχικά και σωματικά". Όταν είδε ο Άγιος Νικόλαος ότι φανερώθηκε η αρετή του, είπε σ΄αυτόν. "Δεν θέλω να πείς σε κανένα τίποτε, ενόσω ζω, για την καλωσύνη που σου ένανα".
Την επόμενη μέρα ο πατέρας νύμφευσε και την Τρίτη θυγατέρα του και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του ειρηνικά και δοξάζοντας το όνομα του Θεού.
Ύστερα από καιρό θέλησε να πάει στα Ιεροσόλυμα, να δεί τους Αγίους Τόπους εκεί που μαρτύρησε ο Θεάνθρωπος. Έτσι μπήκε σ΄ένα πλοίο μαζί με άλλους χριστιανούς για να πάει στην Παλαιστίνη.
Αφού προσκύνησε τον Άγιο Τάφο του Κυρίου, τον Γολγοθά, τον Τίμιο Σταυρό και είδε όλα τα μέρη που δίδαξε και μαρτύρησε ο Χριστός θέλησε να μείνει εκεί να ησυχάσει. Άγγελος Κυρίου τον διέταξε τη νύχτα να επιστρέψει στην πατρίδα του.
Την άλλη μέρα ο Άγιος πιστός στην προσταγή του Αγγέλου κατέβηκε στο λιμάνι και ρωτούσε αν κανένα πλοίο θα ξεκινούσε για τα Πάταρα. Κανένα όμως πλοίο δεν ξεκινούσε. Τότε μερικοί ναύτες του είπαν. "Όπου βρούμε ναύλο, εκεί θα πάμε". Αμέσως ο Άγιος τους είπε. "Να σας δώσω το ναύλο και να με παρετε στα Πάταρα της Λυκίας". Ο πλοίαρχος και οι ναύτες βλέποντας ότι ο άνεμος ήταν ούριος ύψωσαν τα πανιά και αναχώρησαν. Θέλοντας να περάσουν πρώτα από την πατρίδα τους έστρεψαν το πλοίο προς την κατεύθυνση της, αλλά ο Θεός για να μην λυπήσει τον Άγιο, σήκωσε μεγάλη τρικυμία, ώστε έσπασε το πηδάλιο-τιμόνι του πλοίου και οι ναύτες απελπισθέντες ανέμεναν το θάνατο. Ο Άγιος όμως δια της προσευχής του καταπράϋνε τη θάλασσα. Ο πλοίαρχος μαζί με τους ναύτες του είδαν ότι έφθασαν στα Πάταρα και αφού έπεσαν στα πόδια του Αγίου του ζητούσαν συγχώρεση. Ο Άγιος τους φανέρωσε τη σκέψη τους και τους συμβούλευσε να μην επαναλάβουν τέτοιο πράγμα στη ζωή τους, τους ευχήθηκε και τους κετευώδωσε.
Επιτέλους ύστερα από μιά μεγάλη θαλασσοταραχή ο Άγιος επέστρεψε από τα Ιεροσόλυμα στα Πάταρα. Ο κόσμος του επεφύλαξε μεγάλη υποδοχή, γιατί τον αγαπούσε πάρα πολύ. Νέοι και γέροντες, άνδρες και γυναίκες, ακόμα και οι Μοναχοί του Μοναστηριού στο οποίο τον είχε αφήσει ο θείος του επίτροπο, όλοι εξήλθαν να τον καλωσορίσουν και να τον υποδεκτούν. Κοντά στα Παταρα, σε απόσταση τεσσάρων χιλιομέτρων, ήταν μια μικρή πόλη που την έλεγαν Μύρα. Η πόλη Μύρα έιναι στην Μικρά Ασία, αργότερα έγινε πρωτεύουσα της Λυκίας. Σήμερα τη λένε Ντεμπρέ. Εκεί πέθανε ο Μητροπολίτης της πόλης και ήθελαν να βρούν κάποιο άξιο για να τον αντικαταστήσει.
Τότε μαζεύτηκαν οι Επίσκοποι και οι κληρικοί της επαρχίας των Μύρων για να εκλέξουν Αρχιερέα. Εκεί που συνεδρίαζαν, σνκώθηκε ένας από τους επισκόπους και είπε στους άλλους, να παρακαλέσουν τον Θεό να τους φωτίσει, για να κάνουν καλή επιλογή. Τη νύκτα, όλοι οι επίσκοποι είδαν τον ύπνο τους ένα άγγελο, που τους είπε να πάνε το πρωϊ στην Εκκλησία και όποιος μπεί πρώτος μέσα, συτόν να κάμουν επίσκοπο. Πράγματι έτσι έγινε. Ο πρώτος που μπήκε στο Ναό ήταν ο Νικόλαος. Έτσι χειροτονήθηκε ο Νικόλαος Αρχιεπίσκοπος Μύρων.
Η φιλανθρωπική του δράση μεγάλωσε πολύ όταν έγινε Αρχιερέας. Ίδρυσε φτωχοκομείο, ξενώνα, νοσοκομείο και άλλα ιδρύματα.
Την εποχή εκείνη, γύρω στο 300μ.Χ., ο Αυτοκράτορας της Ρώμης Διοκλητιανός (230-313μ.Χ.) πίστευε πως η αρχαία θρησκεία ήταν απαραίτητη για την ενότητα του κράτους, γι΄αυτό καταδίωξε σκληρά τους χριστιανούς. Ευτυχώς παραιτήθηκε από την εξουσία του το 305 και έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του με μεγάλη απλότητα στα κτήματα του στη Δαλματία.
Επίσης ένας άλλος Ρωμαίος αυτοκράτορας ο Μαξιμιανός (245-310μ.Χ) έκανε μεγάλο διωγμό εναντίον των χριστιανών. Αυτός είχε στην κυριαρχία του την Ισπανία, την Αφρική και την Ιταλία με έδρα το Μεδιόλανο, το σημερινό Μιλάνο. Συγρούστηκε με τον Μ. Κωνσταντίνο που τον σκότωσε ή τον ανάγκασε να αυτοκτονήσει.
Ο Διοκλητιανός και ο Μάξιμος έστειλαν αγγελιαφόρους σ΄όλους τους επάρχους και τους διέταξαν να τιμωρούν τους εχθρούς των αρχαίων Θεών, τους χριστιανούς, άν όμως αρνηθούν το Χριστό, τότε να τους τιμούν. Πολλοί χριστιανοί από το φόβο των σκληρών βασανιστηρίων προσκύνησαν τα είδωλα και πήραν λεφτά, κτήματα ή και κάτι άλλο.
Άλλοι πάλι ομολόγησαν ότι είναι χριστιανοί και πέθαναν με φρικτά βασανιστήρια. Σ΄ αυτό τον διωγμό, ο έπαρχος της Λυκίας, έπιασε πολλούς χριστιανούς και μαζί μ΄αυτούς και τον Άγιο Νικόλαο, τους έδιωξε από τα Μύρα και τους έρριξε στη φυλακή για έξι ολόκληρα χρόνια.
Ο Άγιος Νικόλαος ακόμα και μέσα στη φυλακή δίδασκε τους χριστιανούς και τους ενθάρρυνε. Από τους πολλούς ραβδισμούς που του έδωσαν, το σώμα του έγινε κατάμαυρο και έτρεχε αίμα από τις πολλές πληγές του. Δεμένος με βαρειές αλυσίδες τον έρριξαν στη φυλακή για να συνεχίσει τα μαρτύριά του, είδε τότε με τα μάτια του το Χριστό, να του γιατρεύει τις πληγές, να τον ενθαρρύνει και να τον πλυμμυρίζει με ανέκφραστη αγαλλίαση. Και να πως. Κόντευε να ξημερώσει. Ο Άγιος φορτωμένος με αλυσίδες, διάβαζε την ορθινή προσευχή του. Ευχαριστούσε τον Πανάγαθο που τον αξίωνε να φέρει τα "στίγματα του Κυρίου" στο σώμα του, σαν τον Παύλο. Η χαρά του κορυφώθηκε, όταν σε λίγο άκουσε μέσα στη σκοτεινιά της φυλακής του αγγελικές φωνές να ψάλλουν μαζί του και μυρίστηκε την ευωδία ουράνιου μοσχολίβανου.
Μόλις πρόβαλε η αυγή, οι πρώτες ακτίνες του ήλιου απλώνονταν στη γή, όταν έξω ακούστηκαν πολλές φωνές, σωστός αλαλαγμός. Σείεται η φυλακή και άγριοι κτύποι συνταράζουν τη σιδερένεια πόρτα της ζητώντας να την εκβιάσουν. Ο Άγιος σκέπτεται. "Φαίνεται ότι ήρθε η ευλογημένη ώρα! Ή ήλθαν για να συνεχίσουν πιο άγρια τα μαρτύρια! Ένίσχησέ με Κύριε, να τ΄αντικρύσω με το ίδιο χαμόγελο αι δέξε το πνεύμα μου στους κόλπους σου!". Δεν πρόφτασε να τελειώσει τη σκέψη του και η σιδερένεια πόρτα κλονίζεται, υποχωρεί, ανοίγει διάπλατα, τρελλός από χαρά ο δεσμοφύλακας ορμά μέσα, αρπάζει τον Άγιο στα χέρια του κλαίοντας και προσκυνώντας τα δεσμά του, που δέκτηκε για την αγάπη του Χριστού, τον βγάζει έξω απ΄την φυλακή και τον φέρνει θριαμβευτικά στη Μητρόπολή του. Οι θερμές προσευχές του λαού για τον ποιμενάρχη τους εισακούστηκαν.
Όταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός πέθαναν ανέβηκε στο θρόνο ο Κωνσταντίνος, ο γιός του Κωνσταντίνου του Χλωρού και της Αγίας Ελένης, ο οποίος ονομάστηκε μετά Μέγας Κωνσταντίνος, από τα μεγάλα έργα που έκανε και τον τρόπο που αναδιοργάνωσε την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Ο Κωνσταντίνος διέταξε όλους τους επέρχους, να λευτερώσουν όλους τους χριστιανούς από τις φυλακές και να γκρεμίσουν τους βωμούς των ειδωλολατρών. Ποιός μπορεί να περιγράψει τι έγινε τότε; Η γλώσσα του ανθρώπου είναι αδύνατη να εκφράσει τα συναισθήματα που πλημμύριζαν το λαό και η πέννα ακόμα πιό πολύ αδύνατη να παραστήσει το παραλήρημα, που κατέλαβε τους χριστιανούς. Ο Άγιος Νικόλαος αδύνατος στο σώμα από τα πολλά βάσανα, ακμαίος όμως στη ψυχή, συνεχίζει τα υψηλά του καθήκοντα. Πέρασε πια η τρυκυμία και ήρθε η γαλήνη. Ο Άγιος είναι πάλι στο θρόνο του ελεύθερος να φωτίζει το δρόμο των χριστιανών του, ελεύθερος να σπογγέσειτα δάκρυά τους, να λατρεύει τον Θεό, ν΄ανυψώνει το ποίμνιό του στα ύψη του ιερού και μεγάλου προορισμού του. Δεν φοβάται πια τους εχθρούς της πίστης.
Στά άγιά του χέρια ο Πανάγαθος εμπιστεύτηκε θεϊκή δύναμη κι' εκείνος τη χρησιμοποιούσε με αγαθότητα, με πραότητα, μα και με ορμή συνταρακτική, όταν αντίκρυζε τους αγώνες εναντίον του Σατανά και των οργάνων του. Έτσι πέρασε όλη του η ζωή. Έφτασε παντού, κι΄όταν δεν μπορούσε να φτάσει με τα άθλια μέσα της συγκοινωνίας της εποχής εκείνης, έφτανε με το πνεύμα του. Παρηγορούσε τους πονεμένους και συμβούλευε τους πλανημένους, ενίσχυε τους φτωχούς.
Φρόντιζε ιδιαίτερα για τα νειάτα. Ήταν ένας φωτεινός οδηγός, που με τα λόγια του και το παράδειγμα του φώτιζε, καθοδηγούσε, ενέπνεε.
Τις ελεημοσύνες, τις αγρυπνίες και τις νηστείες του μόνο ο Θεός τις ξέρει. Απέφευγε τον έπαινο των ανθρώπων και ζητούσε μόνο τη δόξα του Θεού. Αλλ' όσο κρυβόταν ο Άγιος, τόσο ο Πανάγαθος τον τιμούσε, γιατί ο Άγιος τιμούσε με τα έργα του τον Θεό.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου παρουσιάστηκε πάλι ο σατανάς, με μορφή ανθρώπου, κι΄αυτός ήταν ο Άρειος. Ο Άρειος ήταν διάκος και αρκετά μορφωμένος. Έλεγε ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός, αλλά τον έφτιαξε ο Θεός, δηλαδή ήταν δημιούργημα του Θεού. Ο Αρχιερέας Αλεξανδρείας Πέτρος, τον έδιωξε από την Επισκοπή.
Ο Άρειος κατώρθωσε να πάρει με το μέρος του τον Μητοροπολίτη Νικομήδειας και πολλούς άλλους αρχιερείς. Τότε ο Μέγας Κωνσταντίνος για να σταματήσει η σύγχυση μέσα στη χριστιανοσύνη, έδωσε εντολή, να μαζευτούν όλοι οι Μητροπολίτες και οι κληρικοί στην πόλη Νίκαια της Βιθυνίας το 325μ.Χ., και να βρουν τη λύση, να λάμψει η αλήθεια.
Στην Α΄αυτή Οικουμενική Σύνοδο, πήραν μέρος 318 Πατέρες και ο ίδιος ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Άγιος Σπυρίδωνας, ο Μέγας Αθανάσιος και άλλοι. Όταν σε κάποια στιγμή ο Αρειος έφερε σε αδιέξοδο τους Άγίοις Πατέρες, ο Άγιος Σπυδίδωνας έκανε το θαύμα με το κεραμίδι. Δηλαδή έβαλε ένα κομμάτι κεραμίδι στη χούφτα του, το έσφιγξε και αυτό χωρίστηκε στα τρία: σε χώμα, νερό και φωτιά. Με αυτό τον θαύμα απέδειξε τον Τριαδικό Θεό (Πατέρας - Υιός - Άγιο Πνεύμα). Ο Άρειος όμως λόγω του εγωισμού του δεν πείστηκε και με την ρητορική του ικανότητα, γιατί ήταν πολύ μορφωμέμος και μιλούσε με θάρρος και παρρησία, είπε ότι το θαύμα αυτό είναι δαιμονικό. Τότε, ο Άγιος Νικόλαος αγανακτισμένος, δεν κρατήθηκε, σηκώθηκε από τη θέση του και έδωσε ένα δυνατό χαστούκι στον Άρειο.
-Βασιλιά, είπε ο Άρειος, είναι σωστό μπροστά σου, ένας από τους Πατέρες να με κτυπήσει; Άν είναι αμαθής, ας μη μιλάει, όπως κάνουν και οι άλλοι, αν πάλι ξέρει, ας πει τη γνώμη του.
-Σωστά μιλάς, Άρειε, του λέει ο Βασιλιάς. Ο Νικόλαος θα φυλακιστεί μέχρι να τελειώσει η Σύνοδος.
Φυλακίστηκε γιατί δεν επιτρεπόταν κανείς να κτυπήσει κάποιο, μπροστά στα μάτια του Αυτοκράτορα και η ποινή ήταν ο θάνατος. Ο Αυτοκράτορας αμέσως έδωσε εντολή να πιάσουν τον επίσκοπο Πατάρων Νικόλαο. Τον έδεσαν και τον έβαλαν φυλακή, γιατί τον σεβόταν και δεν ήθελε τον θάνατό του.
Την νύκτα παρουσιάστηκε μέσα σε άσπρο σύννεφο ο Χριστός και η Παναγία και τον ρώτησαν γιατί τον έβαλαν φυλακή.
-Για τη δικιά σας αγάπη και πίστη μου απάντησε ο Νικόλαος.
Τότε ο Χριστός τον ελευθέρωσε από τα δεσμά και του έδωσε ένα Ευαγγέλιο και η Παναγία μας το ωμοφόριο του Αρχιερέα. Από τότε καθιερώθηκε όλοι οι Αρχιερείς να φορούν ωμοφόριο. Την άλλη μέρα όταν του πήγαν φαγητό και νερό στη φυλακή, τον είδαν να διαβάζει το Ευαγγέλιο και τους είπε την οπτασία που είδε και τι του συνέβηκε. Όλοι δόξασαν τον Θεό.
Η Σύνοδος, καταδίκασε τον Άρειο σαν αιρετικό κι οι Πατέρες γύρισαν στις επαρχίες τους. Έτσι ο Άγιος Νικόλαος επέστρεψε στα Μύρα.
Σε ηλικία 100 χρόνων περίπου, αρρρώστησε και σε λίγο κοιμήθηκε περί το έτος 333 μ.Χ. για να πάει να βρει τον Κύριο που τόσο πολύ αγάπησε. Προτού πεθάνει, την ώρα που προσευχόταν, σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και είδε αγγέλους που έρχονταν, για να παραλάβουν την αγιασμένη ψυχή του.
Το ιερό λείψανό του τάφηκε στην αυλή της Επισκοπής Λυκίας. Ύστερα από πολλά χρόνια, στην πρώτη Σταυροφορία των Φράγκων κι΄όταν ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Αλέξιος ο Α΄, το μετέφερε στο Μπάρι της Ιταλίας. Η μνήμη αυτή της μεταφοράς γιοράζεται στις 20 Μαϊου.
Η εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του Αγίου στις 6 Δεκεμβρίου, ημέρα που πέθανε, και τον κατέταξε μεταξύ των μεγαλυτέρων και επισημοτέρων Αγίων. Η Πέμπτη μέρα της εβδομάδας είναι αφιερωμένη σ΄αυτόν.
Επίσης χαρακτηρίζει τον Άγιο και ως ισαπόστολο, για το μεγάλο του έργο.
Θεωρείται και σαν ένας από τους μεγάλους προστάτες του Ελληνικού Έθνους, γιατί ο μεγάλος αυτός ιεράρχης, με τα άπειρα θαύματά του, αναδείχθηκε ο προστάτης άγιος των θαλασσινών και των ναυτιλλομένων. Επειδή η Ελλάδα είναι κατ΄εξοχήν ναυτική χώρα, τόσο στο Εμπορικό, όσο και στο Πολεμικό Ναυτικό γιορτάζει πανηγυρικά τον Άγιο, και στους Ναυστάθμους, και όπου υπάρχει ναυτική μονάδα, τελούνται λειτουργίες και δοξολογίες στη μνήμη του.
Τον Άγιο Νικόλαο δεν τον τιμούν μόνο οι άνθρωποι της θάλασσας, αλλά και το σύνολο του Ορθόδοξου Χριστιανικού κόσμου.

ΠΗΓΗ:http://anavaseis.blogspot.com/2010/12/blog-post_06.html


6 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ  (ΕΝ  ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)
Μνήμη  τοῦ  ἐν  Ἁγίοις  Πατρὸς  ἡμῶν  Νικολά‐ ου,   Ἀρχιεπισκόπου   Μύρων   τῆς   Λυκίας   τοῦ θαυματουργοῦ.
ΕΙΣ  ΤΟΝ  ΟΡΘΡΟΝ
Μετὰ  τὸν  Ἑξάψαλμον,...
Συναπτὴ  μεγάλη  καὶ  ἡ  Ἐκφώνησις
Ὅτι  πρέπει  σοι  πᾶσα  δόξα...
Ἦχος  δʹ
Θεὸς  Κύριος,  καὶ  ἐπέφανεν  ἡμῖν,  εὐλογημέ‐ νος  ὁ  ἐρχόμενος  ἐν  ὀνόματι  Κυρίου.
Στίχ,  αʹ.  Ἐξομολογεῖσθε  τῷ  Κυρίῳ,  καὶ  ἐπικα‐ λεῖσθε  τὸ  ὄνομα  τὸ  ἅγιον  αὐτοῦ.
Θεὸς  Κύριος,  καὶ  ἐπέφανεν  ἡμῖν...
Στίχ,  βʹ.  Πάντα  τὰ  ἔθνη  ἐκύκλωσάν  με,  καὶ τῷ  ὀνόματι  Κυρίου  ἠμυνάμην  αὐτούς, Θεὸς  Κύριος,  καὶ  ἐπέφανεν  ἡμῖν...
Στίχ,  γʹ.  Παρὰ  Κυρίου  ἐγένετο  αὕτη,  καὶ  ἐστι θαυμαστὴ  ἐν  ὀφθαλμοῖς  ἡμῶν.
Θεὸς  Κύριος,  καὶ  ἐπέφανεν  ἡμῖν...
Ἀπολυτίκιον  Ἦχος  δʹ
Κανόνα  πίστεως  καὶ  εἰκόνα  πρᾳότητος,  ἐγ‐
κρατείας  Διδάσκαλον,  ἀνέδειξέ  σε  τῇ  ποίμνῃ
σου,  ἡ  τῶν  πραγμάτων  ἀλήθεια,  διὰ  τοῦτο  ἐ‐
κτήσω  τῇ  ταπεινώσει  τὰ  ὑψηλά,  τῇ  πτωχείᾳ
τὰ   πλούσια,   Πάτερ   Ἱεράρχα   Νικόλαε,   πρέ‐
σβευε  Χριστῷ  τῷ  Θεῷ,  σωθῆναι  τὰς  ψυχὰς  ἡ‐
μῶν.
Δόξα.
Κανόνα  πίστεως...
Καὶ  νῦν.  Θεοτοκίον  ὁ  αὐτὸς
Τὸ  ἀπʹ  αἰῶνος  ἀπόκρυφον,  καὶ  Ἀγγέλοις  ὁ  ἄ‐
γνωστον  μυστήριον,  διὰ  σοῦ  Θεοτόκε,  τοῖς  ἐ‐
πὶ  γῆς  πεφανέρωται,  Θεός,  ἐν  ἀσυγχύτῳ  ἑνώ‐
σει  σαρκούμενος,  καὶ  Σταυρόν  ἑκουσίως  ὑπὲρ
ἡμῶν  καταδεξάμενος,  διʹ  οὗ  ἀναστήσας  τὸν
Πρωτόπλαστον,  ἔσωσεν  ἐκ  θανάτου  τὰς  ψυ‐
χὰς  ἡμῶν.
*  *  *


Συναπτὴ  μικρά  καὶ  ἡ  Ἐκφώνησις
Ὅτι  σὸν  τὸ  κράτος...
Μετὰ  τὴν  αʹ  Στιχολογίαν
Κάθισμα  Ἦχος  αʹ  ‐  Τὸν  τάφον  Σωτὴρ
Ἀστράπτεις  ἐν  τῇ  γῆ,  τῶν  θαυμάτων  ἀκτῖσι, Νικόλαε  σοφέ,  καὶ  κινεῖς  πᾶσαν  γλῶσσαν,  εἰς δόξαν  τε  καὶ  αἴνεσιν,  τοῦ  ἐν  γῇ  σε  δοξάσαν‐ τος,   ὃν   ἱκέτευε,   πάσης   ἀνάγκης   ῥυσθῆναι, τοὺς  τὴν  μνήμην  σου,  πίστει  καὶ  πόθῳ  τιμῶν‐ τας,  Πατέρων  ἐκλόγιον.
Δόξα.  Καὶ  νῦν.  Θεοτοκίον
Τὰς  χεῖράς  σου  σεμνή,  νῦν  ἐκτείνασα  οἴκτῳ,
βοήθειαν  ἡμῖν,  ἐξ  Ἁγίου  παράσχου,  καὶ  δίδου
ἀκίνδυνον,  τὴν  ζωὴν  διανύσασθαι,  τοὺς  δο‐
ξάζοντας,  τὸν  σὸν  πανάγιον  Τόκον,  καὶ  σὲ Δέσποινα,  ἐπιγραφομένους  Κόρη,  ἐλπίδα  καὶ καύχημα.
Μετὰ  τὴν  βʹ  Στιχολογίαν,  Κάθισμα
Ἦχος  δʹ  Ἐπεφάνης  σήμερον
Τῶν   πιστῶν   προΐστασαι,   σκέπων   φρουρῶν
τούτους  μάκαρ,  καὶ  ἐκ  πάσης  θλίψεως,  ἀπο‐
λυτρούμενος  σαφῶς,  Ἱεραρχῶν  ὡραιότατον,
κλέος  καὶ  δόξα,  Νικόλαε  Ὅσιε.
Δόξα.  Καὶ  νῦν.  Θεοτοκίον,  ὅμοιον
Προστασία  ἄμαχε,  τῶν  ἐν  ἀνάγκαις,  καὶ  πρε‐
σβεία  ἕτοιμος,  τῶν  ἐλπιζόντων  ἐπὶ  σέ,  ἀπὸ
κινδύνων   με   λύτρωσαι,   καὶ   μὴ   παρίδῃς,  
πάντων  βοήθεια.
Μετὰ  τὸν  Πολυέλεον,  Κάθισμα
Ἦχος  δʹ  ‐  Ταχὺ  τροκατάλαβε
Προστάτης  θερμότατος,  τῆς  Ἐκκλησίας  Χρι‐
στοῦ,  ἐδείχθης  Νικόλαε,  τὰ  τῶν  αἱρέσεων,  δι‐
δάγματα  ἄθεα,  λύων  σὺν  παῤῥησίᾳ,  καὶ  κα‐
νὼν   ἀνεδείχθης,   πᾶσιν   ὀρθοδοξίας,   ὑπὲρ πάντων  πρεσβεύων,  τῶν  ἐφεπομένων  σου  θε‐ ίαις,  διδασκαλίαις  καὶ  εἰσηγήσεσι.
Δόξα.  Καὶ  νῦν.  Θεοτοκίον,  ὅμοιον
Ταχὺ  δέξαι  Δέσποινα,  τὰς  ἱκεσίας  ἡμῶν,  καὶ
ταύτας  προσάγαγε,  τῷ  σῷ  Υἱῷ  καὶ  Θεῷ,  Κυρί‐
α  πανάμωμε,  λῦσον  τὰς  περιστάσεις,  τῶν  εἰς

1




σὲ  προστρεχόντων,  σύντριψον  μηχανίας,  καὶ
κατάβαλε  θράσος,  τῶν  ὁπλιζομένων  ἀθέων, Πάναγνε  κατὰ  τῶν  δούλων  σου.
*  *  *
Τὸ  αʹ  Ἀντίφωνον  τοῦ  δʹ  Ἤχου.
κ  νεότητός  μου  πολλὰ  πολεμεῖ  με  πάθη,  ἀλ‐
λʹ  αὐτὸς  ἀντιλαβοῦ,  καὶ  σῶσον  Σωτήρ  μου.
κ  νεότητός  μου  πολλὰ  πολεμεῖ  με  πάθη,  ἀλ‐
λʹ  αὐτὸς  ἀντιλαβοῦ,  καὶ  σῶσον  Σωτήρ  μου
Οἱ  μισοῦντες  Σιών,  αἰσχύνθητε  ἀπὸ  τοῦ  Κυρί‐
ου,  ὡς  χόρτος  γάρ,  πυρὶ  ἔσεσθε  ἀπεξηραμμέ‐
νοι.
Οἱ  μισοῦντες  Σιών,  αἰσχύνθητε  ἀπὸ  τοῦ  Κυρί‐
ου,  ὡς  χόρτος  γάρ,  πυρὶ  ἔσεσθε  ἀπεξηραμμέ‐
νοι
Δόξα.
Ἁγίῳ  Πνεύματι,  πᾶσα  ψυχὴ  ζωοῦται,  καὶ  κα‐ θάρσει   ὑψοῦται   λαμπρύνεται,   τῇ   τριαδικῇ Μονάδι  ἱεροκρυφίως.
Καὶ  νῦν.
Ἁγίῳ   Πνεύματι,   ἀναβλύζει   τὰ   τῆς   χάριτος ῥεῖθρα,  ἀρδεύοντα,  ἅπασαν  τὴν  κτίσιν  πρὸς ζωογονίαν.
Προκείμενον  Ἦχος  δʹ
Τίμιος  ἐναντίον  Κυρίου  ὁ  θάνατος  τοῦ  Ὁσίου αὐτοῦ.
Τίμιος  ἐναντίον  Κυρίου  ὁ  θάνατος  τοῦ  Ὁσίου αὐτοῦ.
Στίχ.  Τί  ἀνταποδώσωμεν  τῷ  Κυρίῳ  περί  πάν‐ των,  ὧν  ἀνταπέδωκεν  ἡμῖν;
Τίμιος  ἐναντίον  Κυρίου  ὁ  θάνατος  τοῦ  Ὁσίου αὐτοῦ.
*  *  *
Τάξις  Εὐαγγελίου  τοῦ  Ὄρθρου
Διάκονος:  Τοῦ  Κυρίου  δεηθῶμεν.
Κύριε  ἐλέησον
Ἱερεὺς:  Ὅτι  Ἅγιος  εἶ  ὁ  Θεὸς  ἡμῶν,  καὶ  ἐν  ἁγί‐ οις  ἐπαναπαύῃ,...


Ἀμήν Πᾶσα  πνοὴ  αἰνεσάτω  τὸν  Κύριον.
Πᾶσα  πνοὴ  αἰνεσάτω  τὸν  Κύριον.
Αἰνεσάτω  πνοὴ  πᾶσα  τὸν  Κύριον.
Διάκονος:  Καὶ  ὑπέρ  τοῦ  καταξιωθῆναι  ἡμᾶς... Κύριε,  ἐλέησον  (γʹ).
Διάκονος:  Σοφία.  Ὀρθοί,  ἀκούσωμεν  τοῦ  ἁγί‐ ου  Εὐαγγελίου.
Ἱερεὺς:  Εἰρήνη  πᾶσι.
Καὶ  τῷ  Πνεύματί  σου.
Ἱερεὺς: κ  τοῦ  κατὰ  Ἰωάννην  ἁγίου  Εὐαγγε‐ λίου  τὸ  ἀνάγνωσμα
Διάκονος:  Πρόσχωμεν.
Δόξα  Σοι  Κύριε,  δόξα  Σοι.
Εὐαγγέλιον.  (᾽Ιω.  ι΄  1‐9)
ὁ  Ἱερεὺς:  Εἶπεν  ὁ  Κύριος  πρὸς  τοὺς  ἐληλυθό‐
τας  πρὸς  αὐτὸν  Ἰουδαόυς΄  Ἀμὴν  ἀμὴν  λέγω
ὑμῖν,  ὁ  μὴ  εἰσερχόμενος  διὰ  τῆς  θύρας  εἰς  τὴν
αὐλὴν  τῶν  προβάτων,  ἀλλὰ  ἀναβαίνων  ἀλ‐
λαχόθεν,  ἐκεῖνος  κλέπτης  ἐστὶ  καὶ  λῃστής·  ὁ
δὲ  εἰσερχόμενος  διὰ  τῆς  θύρας  ποιμήν  ἐστι
τῶν  προβάτων.  Τούτῳ  ὁ  θυρωρὸς  ἀνοίγει,  καὶ
τὰ  πρόβατα  τῆς  φωνῆς  αὐτοῦ  ἀκούει,  καὶ  τὰ
ἴδια  πρόβατα  καλεῖ  κατ’  ὄνομα  καὶ  ἐξάγει  αὐ‐
τά.  Καὶ  ὅταν  τὰ  ἴδια  πρόβατα  ἐκβάλῃ,  ἔμπρο‐
σθεν  αὐτῶν  πορεύεται΄  καὶ  τὰ  πρόβατα  αὐτῷ
ἀκολουθεῖ,  ὅτι  οἴδασι  τὴν  φωνὴν  αὐτοῦ·  Ἀλ‐
λοτρίῳ  δὲ  οὐ  μὴ  ἀκολουθήσωσιν,  ἀλλὰ  φεύ‐
ξονται  ἀπ’  αὐτοῦ,  ὅτι  οὐκ  οἴδασι  τῶν  ἀλλοτρί‐
ων  τὴν  φωνήν.  Ταύτην  τὴν  παροιμίαν  εἶπεν
αὐτοῖς  ὁ  Ἰησοῦς·  ἐκεῖνοι  δὲ  οὐκ  ἔγνωσαν  τίνα
ἦν  ἃ  ἐλάλει  αὐτοῖς.  Εἶπεν  οὖν  πάλιν  αὐτοῖς  ὁ
Ἰησοῦς·  Ἀμὴν  ἀμὴν  λέγω  ὑμῖν,  ὅτι  ἐγώ  εἰμι  ἡ
θύρα  τῶν  προβάτων.  Πάντες  ὅσοι  ἦλθον  πρὸ
ἐμοῦ,  κλέπται  εἰσὶ  καὶ  λῃσταί·  ἀλλ’  οὐκ  ἤκου‐
σαν  αὐτῶν  τὰ  πρόβατα.  Ἐγώ  εἰμι  ἡ  θύρα·  δι’
ἐμοῦ  ἐάν  τις  εἰσέλθῃ,  σωθήσεται,  καὶ  εἰσελε‐ ύσεται  καὶ  ἐξελεύσεται,  καὶ  νομὴν  εὑρήσει.
Δόξα  Σοι  Κύριε,  δόξα  Σοι.
*  *  *
Ὁ  Νʹ  ψαλμὸς  χύμα

2




Δόξα.  Ἦχος  β’
Ταῖς  τοῦ  Ἱεράρχου  πρεσβείαις  Ἐλεῆμον,  ἐξά‐ λειψον  τὰ  πλήθη,  τῶν  ἐμῶν  ἐγκλημάτων.
Καὶ  νῦν.
Ταῖς  τῆς  Θεοτόκου  πρεσβείαις  Ἐλεῆμον,  ἐξά‐ λειψον  τὰ  πλήθη,  τῶν  ἐμῶν  ἐγκλημάτων.
Πεντηκοστάριον.  Ἦχος  πλ.βʹ
Στίχ.  Ἐλέησόν  με,  ὁ  Θεός,  κατὰ  τὸ  μέγα  ἔλεός σου,  καὶ  κατὰ  τὸ  πλῆθος  τῶν  οἰκτιρμῶν  σου ἐξάλειψον  τὸ  ἀνόμημά  μου.
Καὶ  τὸ  Ἰδιόμελον
Εὖ  δοῦλε  ἀγαθέ,  καὶ  πιστέ΄  εὖ  ἐργάτα  τοῦ  ἀμ‐ πελῶνος  Χριστοῦ,  σὺ  καὶ  τὸ  βάρος  τῆς  ἡμέρας ἐβάστασας΄  σὺ  καὶ  τὸ  δοθὲν  σοι  τάλαντον  ἐ‐ πηύξησας΄  καὶ  τοῖς  μετὰ  σὲ  ἐλθοῦσιν  οὐκ  ἐ‐ φθόνησας.  Διὸ  πύλη  σοι  οὐρανῶν  ἠνέῳκται΄ Εἴσελθε  εἰς  τὴν  χαρὰν  τοῦ  Κυρίου  σου,  καὶ πρέσβευε  ὑπὲρ  ἡμῶν,  Ἅγιε  Νικόλαε.
Σῶσον  ὁ  Θεὸς  τὸν  λαὸν  σου...Ἐλέει  καὶ  οἰ‐
κτιρμοῖς...
*  *  *
Κανὼν  τῆς  Θεοτόκου
ᾠδὴ  αʹ  Ἦχος  αʹ  Ὁ  Εἱρμὸς
ᾨδὴν   ἐπινίκιον,   ᾄσωμεν   πάντες,   Θεῷ   τῷ ποιήσαντι,  θαυμαστὰ  τέρατα,  βραχίονι  ὑψη‐ λῷ,  καὶ  σώσαντι  τὸν  Ἰσραήλ,  ὅτι  δεδόξασται. ᾨδὴν  ἐπινίκιον,…
Στίχ.Ὑπεραγία  Θεοτόκε,  σῶσον  ἡμᾶς.
Σοφίας   τὴν   ἄβυσσον,   ἡ   τετοκυῖα,   σταγόνα
σοφίας  μοι,  Πηγὴ  χαριτόβρυτε,  σεμνὴ  κατά‐
πεμψον,   ὑμνολογῆσαι   τῶν   χαρίτων   σου   τὸ
πέλαγος.
Στίχ.Ὑπεραγία  Θεοτόκε,  σῶσον  ἡμᾶς.
Ὑμνῶ  σε  πανύμνητε,  ἣν  ἀνυμνοῦσιν,  Ἀγγέ‐
λων  τὰ  τάγματα,  ὡς  Θεὸν  κυήσασαν,  τὸν  ὑ‐
περύμνητον,  ὃν  πᾶσα  κτίσις  ἀνυμνεῖ  ὅτι  δε‐
δόξασται.
Κανὼν  τοῦ  Ἁγίου
Χριστὸς  γεννᾶται


Στίχ.  Ἅγιε  τοῦ  Θεοῦ  πρέσβευε  ὑπὲρ  ἡμῶν.
Ἀπόρῳ  γλώττῃ  καὶ  χείλεσιν,  ἐγκώμιον  βραχὺ
καὶ  παράκλησιν,  προσάξαι  τῇ  σῇ  Νικόλαε,  ἥ‐
κω  θεομιμήτῳ  ὑπεροχῇ,  ἀλλʹ  ὡς  πλουτοδό‐
της,  τὸν  Σωτῆρα  καὶ  Θεὸν  ἵλεων  δίδου  μοι.
Στίχ.  Ἅγιε  τοῦ  Θεοῦ  πρέσβευε  ὑπὲρ  ἡμῶν.
Βροτὸς  ὑπάρχων  οὐράνιος,  ἰσάγγελος  ἐν  γῇ
πεφανέρωσαι,  χηρῶν  ἀντιλήπτωρ  μέγιστος,
καὶ  καταπονουμένων  ἐκδικητής,  πάντων  θλι‐
βομένων,  ἐν  κινδύνοις  βοηθός,  Πάτερ  Νικό‐
λαε.
Δόξα.  Τριαδικὸν
Τριάδα  σέβω  τὴν  ἄκτιστον,  Πατέρα  καὶ  Υἱὸν
σὺν  τῷ  Πνεύματι,  οὐσίαν  ἁπλῆν  θεότητα,  φύ‐
σιν  μὴ  τεμνομένην  οὐσιωδῶς,  τρεῖς  τὰς  ὑπο‐
στάσεις,  διαιρῶν  προσωπικῶς,  καὶ  καθʹ  ὑπό‐ στασιν.
Καὶ  νῦν.  Θεοτοκίον
Ἀσπόρως   Λόγον   συνείληφας,   τὸν   ἕνα   τῆς
Τριάδος  Πανάχραντε,  καὶ  τοῦτον  σακρὶ  γε‐
γέννηκας,   μείνασα   μετὰ   τόκον   ὥσπερ   τὸ
πρίν,  τοῦτον  ὡς  Υἱόν  σου,  καὶ  Θεὸν  ὑπέρ  ἡ‐ μῶν  ἀεὶ  ἱκέτευε.
Τῆς  Θεοτόκου
ᾠδὴ  γʹ  Ὁ  Εἱρμὸς
Στερεωθήτω  ἡ  καρδία  μου,  εἰς  τὸ  θέλημά  σου
Χριστὲ  ὁ  Θεός,  ὁ  ἐφʹ  ὑδάτων  οὐρανόν,  στερε‐
ώσας  τὸν  δεύτερον,  καὶ  ἑδράσας  ἐν  τοῖς  ὕδα‐
σι,  τὴν  γῆν  παντοδύναμε.
Στερεωθήτω  ἡ  καρδία  μου,…
Στίχ.Ὑπεραγία  Θεοτόκε,  σῶσον  ἡμᾶς.
  οὐρανὸς  ὁ  καθαρώτατος,  τὸ  τοῦ  Βασιλέως ἀνάκτορον,  ὁ  χαριτόπνους  ἀληθῶς,  καὶ  εὐώ‐ δης  Παράδεισος,  ἡ  ἐλπὶς  Χριστιανῶν,  ἡ  Θεο‐ τόκος  ὑμνείσθω  μοι.
Στίχ.Ὑπεραγία  Θεοτόκε,  σῶσον  ἡμᾶς.
Λόγῳ  τὸν  Λόγον  ἀπεκύησας,   τὸν  τῷ  λόγῳ πᾶσαν  πρὸς  ὕπαρξιν,  παραγαγόντα  λογικήν, φύσιν  ἅμα  καὶ  ἄλογον,  ἀλογίας  ἐκλυτρούμε‐ νον,  βροτοὺς  παντευλόγητε.

3




Τοῦ  Ἁγίου
Τῷ  πρὸ  τῶν  αἰώνων
Στίχ.  Ἅγιε  τοῦ  Θεοῦ  πρέσβευε  ὑπὲρ  ἡμῶν.
Δέλτον  ἐν  καρδίᾳ,  κεκτημένος  θεόφρον  πολ‐ λῶν  ἀρετῶν,  ἐγγεγραμμένην  ἀθανάτῳ,  καὶ ἀχράντῳ  δακτύλῳ,  Χριστοῦ  τοῦ  Θεοῦ  Νικό‐ λαε,  ὑπὲρ  κηρίον  καὶ  μέλι  γλυκύ,  στάζεις  ἐν τοῖς  λόγοις  σου.
Στίχ.  Ἅγιε  τοῦ  Θεοῦ  πρέσβευε  ὑπὲρ  ἡμῶν.
Ἔδειξεν  ἡ  χάρις,  ἐπὶ  σὲ  παραδόξως  τὰ  θαύ‐
ματα,  ἡ  φαιδρὰ  γάρ  σου  πολιτεία,  ὦ  Νικόλαε
ὄντως,  χρυσοῦ  παντὸς  τηλαυγέστερον,  ὑπε‐
ραστράπτει  καὶ  λάμπει  ψυχαῖς,  αἴγλῃ  θείου
Πνεύματος.
Δόξα.  Τριαδικὸν
Ἵλεως  γενοῦ  μοι,  Παναγία  Τριὰς  ὁ  Θεὸς  ἡ‐
μῶν,  τῷ  ἐν  ἀμέτροις  πλημμελείαις,  ῥυπωθέν‐
τι  τῷ  βίῳ,  Πατήρ,  ὁ  Υἱός,  Πνεῦμα  τὸ  ζῶν,  δια‐
τηροῦσά   με   πάντοθεν   καὶ   ἀεί,   ἄτρωτον   ἐκ
θλίψεως.
Καὶ  νῦν.  Θεοτοκίον
Νέμοις  Θεοτόκε,  σωτηρίας  ἐλπίδα  τοῖς  δού‐ λοις  σου,  καὶ  ἐν  ἀνάγκαις  καὶ  κινδύνοις,  τα‐ χυδρόμοις  πρεσβείαις,  φρουρεῖν,  βοηθεῖν  πα‐ ράστηθι,  σὺ  γὰρ  τὸ  κλέος  ἡμῶν  τῶν  πιστῶν, πέλεις  Θεονύμφευτε.
*  *  *
Συναπτὴ  μικρά  καὶ  ἡ  Ἐκφώνησις
Ὅτι  σὺ  εἶ  ὁ  Θεὸς  ἡμῶν,...
Κάθισμα  Ἦχος  πλ.  δʹ.  Τὴν  Σοφίαν  καὶ  Λόγον
Ποταμὸν  ἰαμάτων  ὑπερχειλῆ,  καὶ  πηγὴν  σε
θαυμάτων  ἀνελλιπῆ,  ἔδειξε  Νικόλαε,  τοῦ  ἐ‐
λέους  ἡ  ἄβυσσος,  οἱ  γὰρ  βαρείαις  νόσοις,  πι‐
κρῶς  πιεζόμενοι,  καὶ  συμφοραῖς  τοῦ  βίου,  δει‐
νῶς  ἐταζόμενοι,  πάσης  ἀθυμίας,  ἀκεσώδυνον
ὄντως,   εὑρίσκουσι   φάρμακον,   τὴν   θερμήν
σου  ἀντίληψιν,  διὰ  τοῦτο  βοῶμέν  σοι΄  Πρέ‐
σβευε  Χριστῷ  τῷ  Θεῷ,  τῶν  πταισμάτων  ἄφε‐
σιν  δωρήσασθαι,  τοῖς  ἑορτάζουσι  πόθῳ,  τὴν
ἁγίαν  μνήμην  σου.
Δόξα.  Καὶ  νῦν.  Θεοτοκίον,  ὅμοιον


Τὴν  Σοφίαν  καὶ  Λόγον  ἐν  σῇ  γαστρί,  συλλα‐
βοῦσα  ἀφράστως  Μήτηρ  Θεοῦ,  τῷ  κόσμῳ  ἐ‐
κύησας,  τὸν  τὸν  κόσμον  κατέχοντα,  καὶ  ἐν
ἀγκάλαις  φέρεις,  τὸν  φέροντα  ἅπαντα,  τὸν
τροφοδότην  πάντων,  καὶ  Κτίστην  τῆς  κτίσε‐
ως΄  ὅθεν  δυσωπῶ  σε  παναγία  Παρθένε,  ῥυ‐
σθῆναι  πταισμάτων  μου΄  ὅταν  μέλλω  παρί‐
στασθαι,   πρὸ   προσώπου   τοῦ   Κτίστου   μου,
Δέσποινα  Παρθένε  ἁγνή,  τὴν  σὴν  βοήθειαν
τότε  μοι  δώρησαι΄  καὶ  γὰρ  δύνασαι  πάντα,  ὅ‐
σα  θέλεις  Πανύμνητε.
Τῆς  Θεοτόκου
ᾠδὴ  δʹ  Ὁ  Εἱρμὸς
ν  πνεύματι  προβλέπων,  προφῆτα  Ἀββακο‐
ύμ,  τὴν  τοῦ  Λόγου  σάρκωσιν,  ἐκήρυττες  βο‐
ῶν΄  Ἐν  τῷ  ἐγγίζειν  τὰ  ἔτη  ἐπιγνωσθήσῃ,  ἐν
τῷ  παρεῖναι  τὸν  καιρὸν  ἀναδειχθήσῃ.  Δόξα τῇ  δυνάμει  σου  Κύριε.
ν  πνεύματι  προβλέπων,...
Στίχ.Ὑπεραγία  Θεοτόκε,  σῶσον  ἡμᾶς.
Θανάτου  μὲν  αἰτία,  ἡ  Εὔα  τοῖς  βροτοῖς,  συμ‐
βουλία  ὄφεως,  γεγένηται  Ἁγνή,  σὺ  δὲ  Παρθέ‐
νε  τεκοῦσα  λόγῳ  τὸν  Λόγον,  ἀθανασίας  καὶ
ζωῆς  πρόξενος  ὤφθης,  ὅθεν  ἐπαξίως  ὑμνοῦ‐
μέν  σε.
Στίχ.Ὑπεραγία  Θεοτόκε,  σῶσον  ἡμᾶς.
ν  πνεύματι  Προφῆται,  προεῖδόν   σε  Ἁγνή, Ὄρος  Πύλην  Τράπεζαν,  ἁγίαν  Κιβωτόν,  Λυ‐ χνίαν  θρόνον  ζωῆς,  Στάμνον  καὶ  Κλίνην,  Θε‐ οῦ  Μητέρα,  ἐν  συμβόλοις  σε  δηλοῦντες,  ὧν  ἡ‐ μεῖς  ὁρῶμεν  τὴν  ἔκβασιν.
Τοῦ  Ἁγίου
Ῥάβδος  ἐκ  τῆς  ῥίζης
Στίχ.  Ἅγιε  τοῦ  Θεοῦ  πρέσβευε  ὑπὲρ  ἡμῶν.
  κλῆσίς  μου  μόνη  ἀληθῶς,  ἐν  πάσαις  τῶν  ἐ‐
χθρῶν  βουλαῖς,  προσκαλουμένη  θᾶττον  ῥύε‐
ται,  τοὺς  κράζοντάς  σοι  θερμῶς,  Ἱερὲ  Νικό‐
λαε΄  Ὡς  πρὶν  στρατηλάτας  ἐλυτρώσω,  διάσω‐
σον  καὶ  ἡμᾶς,  πάσης  ἐκ  δεινῆς  περιστάσεως.
Στίχ.  Ἅγιε  τοῦ  Θεοῦ  πρέσβευε  ὑπὲρ  ἡμῶν.


4




Θρόνῳ  παριστάμενος  Θεοῦ,  πρεσβεύειν  ἐκτε‐
νῶς  σοφέ,  μὴ  διαλείπῃς  ὑπὲρ  πάντων  ὑμῶν, τῶν  σῶν  πιστῶν  οἰκετῶν,  θαυμαστὲ  Νικόλαε, ἵνα  τοῦ  πυρὸς  τοῦ  αἰωνίου,  ῥυσθῶμεν  καὶ  ἐξ ἐχθρῶν,  γνώμης  πονηρᾶς  καὶ  κακώσεως.
Δόξα.  Τριαδικὸν
Ἀνάρχου  θεότητος  ἀρχήν,  Πατέρα  καὶ  Υἱὸν τιμῶ,   καὶ   Πνεῦμα   σέβω   τὸ   πανάγιον,   τὴν πάντων  παντουργικήν,  ἑνιαίαν  ἄτμητον,  τρι‐ σὶ  χαρακτῆρσι  καὶ  προσώποις,  διῃρημένην  ἀ‐ εί,  μίαν  βασιλείαν  ἀμέριστον.
Καὶ  νῦν.  Θεοτοκίον
Σὺ  ὄντως  ἐπέκεινα  βροτῶν,  Ἀγγέλων  τε  ὑ‐
πέρτιμος,   Θεογεννῆτορ   Κόρη   πέφηνας΄   τὸν
πάντων  γὰρ  Ποιητήν,  ἐν  γαστρὶ  συνείληφας,
σάρκα   ὑλικὴν   ἠμφιεσμένον,   τεκοῦσα   δίχα
σπορᾶς…
  καινοπρεποῦς  θεωρήματος!
Τῆς  Θεοτόκου
ᾠδὴ  εʹ  Ὁ  Εἱρμὸς
Τὸ  φαεινὸν  ἡμῖν  ἐξανάτειλον,  φῶς  τὸ  ἀπρόσι‐ τον,  τοῖς  ὀρθρίζουσιν  ἐπὶ  τὰ  κρίματα,  τῶν  ἐν‐ τολῶν  σου,  Δέσποτα  φιλάνθρωπε,  Χριστὲ  ὁ Θεὸς  ἡμῶν.
Τὸ  φαεινὸν  ἡμῖν  ἐξανάτειλον,...
Στίχ.Ὑπεραγία  Θεοτόκε,  σῶσον  ἡμᾶς.
ς  κιβωτὸς  Σεμνὴ  ἁγιάσματος,  καὶ  ὡς  πυρί‐
μορφος  θρόνος  ἅγιος,  καὶ  ὡς  Παλάτιον  ἡγια‐
σμένον,   Δέσποινα   ἐχώρησας,   Θεὸν   Παντο‐
κράτορα.
Στίχ.Ὑπεραγία  Θεοτόκε,  σῶσον  ἡμᾶς.
Μήτηρ  ἀπειράνδρως  ἐν  παρθένοις  σύ,  αὖθις Παρθένος  δέ,  ἐν  μητράσι  μόνη  Πάναγνε  ἀῤ‐ ῥήτως  ὤφθης,  Θεὸν  γὰρ  ἐγέννησας,  τὸν  φύ‐ σεις  ἀμείβοντα.
Τοῦ  Ἁγίου
Θεὸς  ὢν  εἰρήνης
Στίχ.  Ἅγιε  τοῦ  Θεοῦ  πρέσβευε  ὑπὲρ  ἡμῶν.
Κηρύττει  σου  Πάτερ,  τὰ  θαύματα  νῦν,  ἡ  Μυ‐
ρέων   μεγίστη   μητρόπολις,   Λυκίων   ἐπαρχία


τε,  καὶ  πᾶσαι  πατριαί,  τὰς  σὰς  τερατουργίας,
διʹ  ὧν  πάντας  ἐκ  πόνων,  θλιβερῶν  ἐλυτρώσω, ἀξιοθαύμαστε  Νικόλαε.
Στίχ.  Ἅγιε  τοῦ  Θεοῦ  πρέσβευε  ὑπὲρ  ἡμῶν.
Λιμὴν  τῶν  χηρῶν,  καὶ  Πατὴρ  τῶν  ὀρφανῶν,
βοηθὸς  τῶν  ἐν  θλίψει  πανάριστος,  πενθούν‐
των  παραμύθιον,  ποιμὴν  καὶ  ὁδηγός,  πάντων
τῶν  πλανωμένων,  Νικόλαε  ὑπάρχων,  καὶ  ἡ‐
μᾶς  ἐκ  κινδύνων,  ταῖς  σαῖς  πρεσβείαις  ἀπο‐
λύτρωσαι.
Δόξα.  Τριαδικὸν
Συνάναρχα   τρία,   ὁμόθρονα   μέν,   ἀμερίστου
μιᾶς   δὲ   θεότητος,   δοξάζω   αὐτεξούσια,   τὰ
πρόσωπα  σαφῶς,  διʹ  ἧς  ἐκ  τοῦ  μὴ  ὄντος,  πα‐
ρήχθην  εἰς  τὸ  εἶναι,  σὺν  Ἀγγέλοις  κραυγά‐ ζων΄  Ἅγιος,  Ἅγιος,  Ἅγιος  εἶ  Κύριε.
Καὶ  νῦν.  Θεοτοκίον
Βροτῶν  σωτηρία,  καὶ  πάντων  ἐλπίς,  ἡ  προ‐
φθάνουσα  τάχος  καὶ  σώζουσα,  οἰκτείρησον
καὶ  νῦν  ἡμᾶς,  βοῶμέν  σοι  ἁγνή,  τοὺς  σὲ  προ‐
σκαλουμένους,  ἀεὶ  ἐν  περιστάσει,  προστασί‐ αν  γὰρ  ἡμεῖς,…
μετὰ  Θεὸν  ἄλλην  οὐκ  ἔχομεν.
Τῆς  Θεοτόκου
ᾠδὴ  ςʹ  Ὁ  Εἱρμὸς
Τὸν   Προφήτην   Ἰωνᾶν,   ἐκμιμούμενος   βοῶ,
τὴν  ζωήν  μου  ἀγαθέ,  ἐλευθέρωσον  φθορᾶς,
καὶ  σῶσόν  με,  Σωτὴρ  τοῦ  κόσμου,  κράζοντα΄
Δόξα  σοι.
Τὸν  Προφήτην  Ἰωνᾶν…
Στίχ.Ὑπεραγία  Θεοτόκε,  σῶσον  ἡμᾶς.
Προστασία  τῶν  πιστῶν,  ἀθυμούντων  χαρμο‐ νή,  εὐφροσύνης  καὶ  χαρᾶς,  ἔμπλησον  πνευ‐ ματικῆς,  τοὺς  δούλους  σου,  τοὺς  πεποιθότας τῇ  προστασίᾳ  σου.
Στίχ.Ὑπεραγία  Θεοτόκε,  σῶσον  ἡμᾶς. Οὐρανὸς  ὁ  λογικός,  ὁ  Ναὸς  ὁ  καθαρός,  ἡ  ἁγία Κιβωτός,   ὁ   τερπνότατος   Θεοῦ,   Παράδεισος, ἐν  ᾧ  τὸ  ξύλον  τῆς  ζωῆς,  ὑμνείσθω  μοι.
Τοῦ  Ἁγίου

5




Σπλάγχνων  Ἰωνᾶν
Στίχ.  Ἅγιε  τοῦ  Θεοῦ  πρέσβευε  ὑπὲρ  ἡμῶν.
Νέος  Ἀβραάμ,  ἐδείχθης  Νικόλαε,  ὡς  μονογε‐
νῆ  υἱὸν  προσάξας  τὸν  νοῦν,  τῷ  Δεσπότῃ  σου,
ἀναιμάκτους  θυσίας  προσφέρων  ἀεί,  κἀντεῦ‐
θεν  εὐλογήθης  ὡς  φιλόξενος,  Πάτερ,  καὶ  Τρι‐
άδος  γέγονας,  οἰκητήριον  θεῖον  καὶ  ἄμωμον.
Στίχ.  Ἅγιε  τοῦ  Θεοῦ  πρέσβευε  ὑπὲρ  ἡμῶν.
Ξένα  καὶ  φρικτά,  ἐργάζῃ  τεράστια,  ἐν  πάσῃ
τῇ  γῇ,  καὶ  ἐν  θαλάσσῃ  μακράν,  κινδυνεύουσι,
ταχυδρόμοις  λιταῖς  ἐφιστάμενος,  ἀσθενούν‐
των  ἰατρός,  καὶ  πτωχευόντων  τροφεύς,  νίκης
τε  λαοῦ  φερώνυμος,  τοῦ  πιστοῦ  κατʹ  ἐχθρῶν
ἀναδέδειξαι.
Δόξα.  Τριαδικὸν
Σέβω  καὶ  τιμῶ,  Τριάδα  ἀμέριστον,  προσώποις
τρισὶ  διαιρουμένην  ἀεί,  ἑνουμένην  δέ,  τῇ  οὐ‐
σίᾳ  καὶ  φύσει  ὡς  μίαν  ἀρχήν,  τὸν  Πατέρα  καὶ
Υἱὸν   καὶ   Πνεῦμα   Ἅγιον,   πάντων   κραταιῶς
δεσπόζουσαν,   καὶ   τὸ   πᾶν   συντηροῦσαν   ὡς
βούλεται.
Καὶ  νῦν.  Θεοτοκίον
Κλίνας   οὐρανούς,   ἐν   μήτρᾳ   σου   Πάναγνε, Χριστὸς  βουληθείς,  ὅλος  ἐσκήνωσεν΄  οὐ  γὰρ ἔφερε,  τῶν  ἰδίων  χειρῶν  τὸ  πλαστούργημα, καθορᾶν   ὑπὸ   τοῦ   πλάνου   τυραννούμενον, ἦλθε  δὲ  ἐν  δούλου  σχήματι,  τὸ  ἀνθρώπινον γένος  λυτρώσασθαι.
*  *  *
Συναπτὴ  μικρά  καὶ  ἡ  Ἐκφώνησις
Σὺ  γὰρ  εἶ  ὁ  Βασιλεύς...
Κοντάκιον  Ἦχος  γ’  ‐  Ἡ  Παρθένος  σήμερον
ν  τοῖς  Μύροις  ἅγιε,  ἱερουργὸς  ἀνεδείχθης΄
τοῦ  Χριστοῦ  γὰρ  ὅσιε,  τὸ  Εὐαγγέλιον  πληρώ‐
σας,  ἔθηκας  τὴν  ψυχήν  σου  ὑπὲρ  λαοῦ  σου,  ἔ‐
σωσας  τοὺς  ἀθώους  ἐκ  τοῦ  θανάτου΄  διὰ  τοῦ‐
το  ἡγιάσθης,  ὡς  μέγας  μύστης  Θεοῦ  τῆς  χάρι‐
τος.
Ὁ  Οἶκος
Ἀνυμνήσωμεν  νῦν  τὸν  Ἱεράρχην  ᾄσμασι,  τὸν
ἐν  Μύροις  λαοὶ  ποιμένα  καὶ  διδάσκαλον,  ἵνα


ταῖς   πρεσβείαις   αὐτοῦ   ἐλλαμφθῶμεν,   ἰδοὺ
γὰρ  ὤφθη  ὅλος  καθάρσιος,  ἀκήρατος  πνεύ‐
ματι,  Χριστῷ  προσάγων  θυσίαν  ἄμωμον,  τὴν
εἰλικρινῆ  καὶ  Θεῷ  εὐπρόσδεκτον,  ὡς  ἱερεὺς
κεκαθαρμένος  τὴ  ψυχὴ  καὶ  τὴ  σαρκί,  ὅθεν  ὑ‐
πάρχει   ἀληθῶς,   τῆς  Ἐκκλησίας   προστάτης,
καὶ  ὑπέρμαχος  ταύτης,  ὡς  μέγας  μύστης  Θε‐
οῦ  τῆς  χάριτος.
Συναξάριον
Τῇ  Ϛ’  τοῦ  αὐτοῦ  μηνός,  Μνήμη  τοῦ  ἐν  Ἁγίοις Πατρὸς    ἡμῶν    Νικολάου,    Ἀρχιεπισκόπου Μύρων  τῆς  Λυκίας  τοῦ  θαυματουργοῦ.
Στίχοι
Ὁ   Νικόλαος,   πρέσβυς   ὢν   ἐν   γῇ   μέγας,
Καὶ  γῆς  ἀποστὰς  εἰς  τὸ  πρεσβεύειν  ζέει.
Ἕκτῃ  Νικόλεώ  γε,  ἐφάνη  βιότοιο  τελευτή.
Μνήμη   τοῦ   Ἁγίου   Νεομάρτυρος   Νικολάου
τοῦ  Καραμάνου  τοῦ  ἐν  Σμύρνῃ  μαρτυρήσαν‐
τος  κατὰ  τὸ  1657  (  χίλια  ἑξακόσια  πεντήκον‐
τα  ἑπτά  )  ἔτος.
Τῇ  αὐτῇ  ἡμέρᾳ,  μνήμη  τῆς  μετὰ  φιλανθρωπί‐ ας  ἐπενεχθείσης  ἡμῖν  φοβερᾶς  ἀπειλῆς  τοῦ σεισμοῦ.

Ταῖς  αὐτῶν  ἁγίαις  πρεσβείαις,  ὁ  Θεός,  ἐλέη‐ σον  καὶ  σῶσον  ἡμᾶς.  Ἀμήν.
*  *  *
ΚΑΤΑΒΑΣΙΑΙ
ᾠδὴ  αʹ  Ἦχος  αʹ
Χριστὸς  γεννᾶται,  δοξάσατε΄  Χριστὸς  ἐξ  οὐ‐
ρανῶν,  ἀπαντήσατε.  Χριστὸς  ἐπὶ  γῆς,  ὑψώθη‐
τε.  ᾌσατε  τῷ  Κυρίῳ  πᾶσα  ἡ  γῆ,  καὶ  ἐν  εὐφρο‐
σύνῃ,  ἀνυμνήσατε  λαοί,  ὅτι  δεδόξασται.
ᾠδὴ  γʹ
Τῷ  πρὸ  τῶν  αἰώνων,  ἐκ  Πατρὸς  γεννηθέντι
ἀῤῥεύστως  Υἱῷ,  καὶ  ἐπʹ  ἐσχάτων  ἐκ  Παρθέ‐
νου,   σαρκωθέντι   ἀσπόρως,  Χριστῷ   τῷ  Θεῷ
βοήσωμεν΄  Ὁ  ἀνυψώσας  τὸ  κέρας  ἡμῶν,... ...Ἅγιος  εἶ  Κύριε.
ᾠδὴ  δʹ
6




άβδος  ἐκ  τῆς  ῥίζης  Ἱεσσαί,  καὶ  ἄνθος  ἐξ  αὐ‐
τῆς  Χριστέ,  ἐκ  τῆς  Παρθένου  ἀνεβλάστησας, ἐξ  ὄρους  ὁ  αἰνετός,  κατασκίου  δασέος,  ἦλθες σαρκωθεὶς  ἐξ  ἀπειράνδρου,  ὁ  ἄϋλος  καὶ  Θε‐ ός΄  Δόξα  τῇ  δυνάμει  σου,  Κύριε.
ᾠδὴ  εʹ
Θεὸς  ὢν  εἰρήνης,  Πατὴρ  οἰκτιρμῶν,  τῆς  μεγά‐ λης  Βουλῆς  σου  τὸν  Ἄγγελον,  εἰρήνην  παρε‐ χόμενον,  ἀπέστειλας  ἡμῖν΄  ὅθεν  θεογνωσίας, πρὸς  φῶς  ὁδηγηθέντες,  ἐκ  νυκτός  ὀρθρίζον‐ τες,  δοξολογοῦμέν  σε,  φιλάνθρωπε.
ᾠδὴ  ςʹ
Σπλάγχνων  Ἰωνᾶν,  ἔμβρυον  ἀπήμεσεν,  ἐνά‐
λιος  θήρ,  οἷον  ἐδέξατο΄  τῇ  Παρθένῳ  δέ,  ἐνοι‐
κήσας  ὁ  Λόγος  καὶ  σάρκα  λαβών,  διελήλυθε
φυλάξας  ἀδιάφθορον,  ἧς  γάρ,  οὐχ  ὑπέστη  ῥε‐
ύσεως,  τὴν  τεκοῦσαν,  κατέσχεν  ἀπήμαντον.
ᾠδὴ  ζʹ
Οἱ   Παῖδες   εὐσεβείᾳ   συντραφέντες,   δυσσε‐ βοῦς   προστάγματος   καταφρονήσαντες,   πυ‐ ρὸς  ἀπειλὴν  οὐκ  ἐπτοήθησαν,  ἀλλʹ  ἐν  μέσῳ τῆς  φλογός,  ἐστῶτες  ἔψαλλον΄  Ὁ  τῶν  Πατέ‐ ρων,  Θεὸς  εὐλογητὸς  εἶ.
ᾠδὴ  ηʹ
Στίχ.  Αἰνοῦμεν,  εὐλογοῦμεν,  προσκυνοῦμεν τὸν  Κύριον
Θαύματος  ὑπερφυοῦς  ἡ  δροσοβόλος,  ἐξεικό‐
νισε  κάμινος  τύπον,  οὐ  γὰρ  οὓς  ἐδέξατο  φλέ‐
γει  Νέους,  ὡς  οὐδὲ  πῦρ  τῆς  Θεότητος,  Παρθέ‐
νου  ἣν  ὑπέδυ  νηδύν΄  διὸ  ἀνυμνοῦντες  ἀνα‐
μέλψωμεν΄   Εὐλογείτω   ἡ   Κτίσις   πᾶσα   τὸν
Κύριον,  καὶ  ὑπερυψούτω,  εἰς  πάντας  τοὺς  αἰ‐
ῶνας.
*  *  *
Τὴν  Θεοτόκον  καὶ  μητέρα  τοῦ  φωτὸς...
ΤΙΜΙΩΤΕΡΑ  (Ἦχος  α’)
Στίχ.  Μεγαλύνει  ἡ  ψυχή  μου  τὸν  Κύριον,  καὶ ἠγαλλίασε  τὸ  πνεῦμά  μου  ἐπὶ  τῷ  Θεῷ  τῷ  σω‐ τῆρί  μου.
Τὴν  Τιμιωτέραν  τῶν  Χερουβείμ,  καὶ  ἐνδοξοτέ‐
ραν  ἀσυγκρίτως  τῶν  Σεραφείμ,  τὴν  ἀδιαφθό‐


ρως  Θεὸν  Λόγον  τεκοῦσαν,  τὴν  ὄντως  Θεοτό‐
κον,  σὲ  μεγαλύνομεν.
Στίχ.  Ὅτι  ἐπέβλεψεν  ἐπὶ  τὴν  ταπείνωσιν  τῆς δούλης  αὐτοῦ·  ἰδοὺ  γὰρ  ἀπὸ  τοῦ  νῦν  μακαρι‐ οῦσί  με  πᾶσαι  αἱ  γενεαί.
Τὴν  Τιμιωτέραν...
Στίχ.  Ὅτι  ἐποίησέ  μοι  μεγαλεῖα  ὁ  Δυνατός,
καὶ  ἅγιον  τὸ  ὄνομα  αὐτοῦ,  καὶ  τὸ  ἔλεος  αὐτοῦ
εἰς  γενεὰν  καὶ  γενεὰν  τοῖς  φοβουμένοις  αὐ‐
τόν.
Τὴν  Τιμιωτέραν...
Στίχ.  Ἐποίησε  κράτος  ἐν  βραχίονι  αὐτοῦ,  διε‐
σκόρπισεν  ὑπερηφάνους  διανοίᾳ  καρδίας  αὐ‐
τῶν.
Τὴν  Τιμιωτέραν...
Στίχ.  Καθεῖλε  δυνάστας  ἀπὸ  θρόνων  καὶ  ὕ‐
ψωσε  ταπεινούς,  πεινῶντας  ἐνέπλησεν  ἀγα‐
θῶν  καὶ  πλουτοῦντας  ἐξαπέστειλεν  κενούς.
Τὴν  Τιμιωτέραν...
Στίχ.  Ἀντελάβετο  ᾽Ισραὴλ  παιδὸς  αὐτοῦ,  μνη‐
σθῆναι  ἐλέους,  καθὼς  ἐλάλησε  πρὸς  τοὺς  πα‐
τέρας  ἡμῶν,  τῷ  Ἀβραὰμ  καὶ  τῷ  σπέρματι  αὐ‐
τοῦ  ἕως  αἰῶνος.
Τὴν  Τιμιωτέραν...
Καταβασία
ᾠδὴ  θ’.
Μυστήριον  ξένον,  ὁρῶ  καὶ  παράδοξον!  οὐρα‐
νὸν   τὸ   Σπήλαιον,   θρόνον   Χερουβικόν,   τὴν
Παρθένον,  τὴν  φάτνην  χωρίον,  ἐν  ᾧ  ἀνεκλί‐
θη  ὁ  ἀχώρnτος,  Χριστὸς  ὁ  Θεός,  ὅν  ἀνυμνοῦν‐ τες  μεγαλύνομεν.
*  *  *
Συναπτὴ  μικρά  καὶ  ἡ  Ἐκφώνησις
Ὃτι  σὲ  αἰνοῦσι  πᾶσαι  αἱ  δυνάμεις...
Ἐξαποστειλάριον
Ἦχος  β’  ‐  Γυναῖκες  ἀκουτίσθητε
Τὸν  μέγαν  ἀρχιποίμενα,  καὶ  Ἱεράρχην  ἅπαν‐
τες,  τὸν  πρόεδρον  τῶν  Μυρέων,  Νικόλαον  εὐ‐
φημοῦμεν,  πολλοὺς  γὰρ  ἄνδρας  ἔσωσεν,  ἀδί‐
7




κως  θνήσκειν  μέλλοντας΄καὶ  Βασιλεῖ  ὀπτάνε‐
ται,  σὺν  Ἀβλαβίῳ  κατʹ  ὄναρ,  λύων  τὴν  ἄδικον ψῆφον.
Ὅμοιον
Μεγάλως    σε    ἐδόξασεν,    ἐν    θαύμασιν   
Κύριος,  καὶ  ζῶντα  καὶ  μετὰ  τέλος,  Νικόλαε  Ἱ‐
εράρχα΄  τὶς  γὰρ  ἐξ  ὅλης  πίστεως,  μόνον  ἐπε‐
καλέσατο,  τὸ  ἅγιόν  σου  ὄνομα,  καὶ  οὐκ  εὐθὺς
εἰσηκούσθη,  θερμὸν  προστάτην  εὑρών  σε;
Θεοτοκίον
Σοφίαν  ἐνυπόστατον,  καὶ  Λόγον  ὑπερούσιον, καὶ   ἰατρὸν   τῶν   ἁπάντων,   Χριστὸν   τεκοῦσα Παρθένε,  τὰ  ἕλκη  καὶ  τὰ  τραύματα,  τῆς  ψυ‐ χῆς  μου  θεράπευσον,  τὰ  χαλεπὰ  καὶ  χρόνια, καὶ  τῆς  καρδίας  μου  παῦσον,…
τὰς  ἀπρεπεῖς  ἐνθυμήσεις.
*  *  *
ΑΙΝΟΙ
Ἦχος  αʹ
Πᾶσα  πνοὴ  αἰνεσάτω  τὸν  Κύριον.  Αἰνεῖτε  τὸν Κύριον  ἐκ  τῶν  οὐρανῶν·  αἰνεῖτε  αὐτὸν  ἐν  τοῖς ὑψίστοις.  Σοὶ  πρέπει  ὕμνος  τῷ  Θεῷ.
Αἰνεῖτε  αὐτόν,  πάντες  οἱ  Ἄγγελοι  αὐτοῦ·  αἰ‐ νεῖτε   αὐτόν,   πᾶσαι   αἱ   δυνάμεις   αὐτοῦ.   Σοὶ πρέπει  ὕμνος  τῷ  Θεῷ.
Στίχ.  Αἰνεῖτε  αὐτὸν  ἐπὶ  ταῖς  δυναστείαις  αὐ‐ τοῦ,  αἰνεῖτε  αὐτὸν  κατὰ  τὸ  πλῆθος  τῆς  μεγα‐ λωσύνης  αὐτοῦ.
Τῶν  οὐρανίων  ταγμάτων
Τῆς  Ἐκκλησίας  τὰ  ἄνθη,  περιϊπτάμενος,  ὡς
νεοττὸς  τῆς  ἄνω,  καλιᾶς  τῶν  Ἀγγέλων,  Νικό‐
λαε  τρισμάκαρ,  κράζεις  ἀεί,  πρὸς  τὸν  Θεὸν  ὑ‐
πὲρ  πάντων  ἡμῶν,  τῶν  ἐν  ἀνάγκαις  κινδύ‐
νων  καὶ  πειρασμῶν,  καὶ  λυτροῦσαι  ταῖς  πρε‐
σβείαις  σου.
Στίχ.  Αἰνεῖτε  αὐτὸν  ἐν  ἤχῳ  σάλπιγγος,  αἰνεῖ‐ τε  αὐτὸν  ἐν  ψαλτηρίῳ  καὶ  κιθάρᾳ.
Τῆς   ἱερᾶς   διπλοΐδος,   τὴν   ὡραιότητα,   ταῖς
πρακτικαῖς   εἰργάσω,   ἀρεταῖς   λαμπροτέραν,
Πάτερ  θεοφόρε,  ὅθεν  ἡμῖν,  ἱερουργεῖς  τὰ  τε‐

8


ράστια,   τῶν   ἀοιδίμων   θαυμάτων   ἱερουργέ,
τῶν  δεινῶν  ἡμᾶς  λυτρούμενος.
Στίχ.  Αἰνεῖτε  αὐτὸν  ἐν  τυμπάνῳ  καὶ  χορῷ,  αἰ‐
νεῖτε  αὐτὸν  ἐν  χορδαῖς  καὶ  ὀργάνῳ.
Τῶν  ἀθεάτων  τὰ  κάλλη,  περιεχόμενος,  τὴν
φοβερὰν  ἐκείνην,  κατενόησας  δόξαν,  Ἅγιε  ἁ‐
γίων,  ὅθεν  ἡμῖν,  τὰ  οὐράνια  λόγια,  τῶν  ἀει‐
ζώων  ἐκείνων  θεωριῶν,  ἀναγγέλλεις  Ἱερώτα‐
τε.
Στίχ.  Αἰνεῖτε  αὐτὸν  ἐν  κυμβάλοις  εὐήχοις,  αἰ‐ νεῖτε  αὐτὸν  ἐν  κυμβάλοις  ἀλαλαγμοῦ.  Πᾶσα πνοὴ  αἰνεσάτω  τὸν  Κύριον.
ς  ἐν  ὀνείρῳ  ἐπέστης,  τῷ  εὐσεβεῖ  Βασιλεῖ,
καὶ  τοὺς  δεσμώτας  Πάτερ,  ἐκ  θανάτου  ἐῤῥύ‐
σω,  πρέσβευε  ἀπαύστως,  ὅπως  καὶ  νῦν,  ταῖς
εὐχαῖς   σου   ῥυσθείημεν,   ἐκ   πειρασμῶν   καὶ
κινδύνων  καὶ  ὀδυνῶν,  οἱ  ἀξίως  εὐφημοῦντές
σε.
Δόξα.  Ἦχος  πλ.  αʹ
Σαλπίσωμεν  ἐν  σάλπιγγι  ᾀσμάτων,  σκιρτή‐
σωμεν  ἑόρτια,  καὶ  χορεύσωμεν  ἀγαλλόμενοι,
τῇ  ἐτησίῳ  πανηγύρει  τοῦ  θεοφόρου  Πατρός,
βασιλεῖς   καὶ   ἄρχοντες   συντρεχέτωσαν,   καὶ
τὸν  διʹ  ὀνείρου  φρικτῆς  ἐπιστασίας,  βασιλέα
πείθοντα,  ἀναιτίους  κρατουμένους  τρεῖς,  ἀ‐
πολῦσαι   στρατηλάτας,   ἀνυμνείτωσαν.   Ποι‐
μένες  καὶ  Διδάσκαλοι,  τόν  τοῦ  καλοῦ  Ποιμέ‐
νος,  ὁμόζηλον  Ποιμένα,  συνελθόντες  εὐφη‐
μήσωμεν.  Οἱ  ἐν  νόσοις  τὸν  ἰατρόν,  οἱ  ἐν  κιν‐
δύνοις  τὸν  ῥύστην,  οἱ  ἁμαρτωλοὶ  τὸν  προστά‐
την,  οἱ  πένητες  τὸν  θησαυρόν,  οἱ  ἐν  θλίψεσι
τὴν  παραμυθίαν,  τὸν  συνοδίτην  οἱ  ὁδοιπόροι,
οἱ  ἐν  θαλάσσῃ  τὸν  κυβερνήτην΄  οἱ  πάντες  τὸν
πανταχοῦ  θερμῶς  προφθάνοντα,  μέγιστον  Ἱ‐
εράρχην,  ἐγκωμιάζοντες  οὕτως  εἴπωμεν΄  Πα‐
νάγιε  Νικόλαε,  πρόφθασον,  ἐξελοῦ  ἡμᾶς  τῆς
ἐνεστώσης  ἀνάγκης,  καὶ  σῶσον  τὴν  ποίμνην
σου  ταῖς  ἱκεσίαις  σου.
Καὶ  νῦν.  Ἦχος  ὁ  αὐτὸς  ‐  Θεοτοκίον
Μακαρίζομέν  σε  Θεοτόκε  Παρθένε,  καὶ  δοξά‐
ζομέν  σε  οἱ  πιστοὶ  κατὰ  χρέος,  τὴν  πόλιν  τὴν
ἄσειστον,  τὸ  τεῖχος,  τὸ  ἄῤῥηκτον,  τὴν  ἀῤῥαγῆ




προστασίαν,   καὶ  καταφυγήν  τῶν   ψυχῶν   ἡ‐
μῶν.
*  *  *
Δοξολογία  Μεγάλη
εἰς  ἦχον  πλ.α’  (  Ἀργή  ἢ  σύντομος  )
Δόξα  σοι  τῷ  δείξαντι  τὸ  φῶς.  Δόξα  ἐν  ὑψί‐ στοις  Θεῷ,  καὶ  ἐπὶ  γῆς  εἰρήνη,  ἐν  ἀνθρώποις εὐδοκία.
Ὑμνοῦμέν  σε,  εὐλογοῦμέν  σε,  προσκυνοῦμέν σε,  δοξολογοῦμέν  σε,  εὐχαριστοῦμέν  σοι,  διὰ τὴν  μεγάλην  σου  δόξαν.
Κύριε  βασιλεῦ,  ἐπουράνιε  Θεέ,  Πάτερ  παντο‐ κράτορ,  Κύριε  Υἱὲ  μονογενές,  Ἰησοῦ  Χριστέ, καὶ  Ἅγιον  Πνεῦμα.
Κύριε  ὁ  Θεός,  ὁ  ἀμνὸς  τοῦ  Θεοῦ,  ὁ  Υἱὸς  τοῦ
Πατρός,  ὁ  αἴρων  τὴν  ἁμαρτίαν  τοῦ  κόσμου,  ἐ‐
λέησον  ἡμᾶς,  ὁ  αἴρων  τὰς  ἁμαρτίας  τοῦ  κό‐
σμου.
Πρόσδεξαι  τὴν  δέησιν  ἡμῶν,  ὁ  καθήμενος  ἐν δεξιᾷ  τοῦ  Πατρός,  καὶ  ἐλέησον  ἡμᾶς.
Ὅτι  σὺ  εἶ  μόνος  Ἅγιος,  σὺ  εἶ  μόνος  Κύριος,  Ἰη‐ σοῦς  Χριστός,  εἰς  δόξαν  Θεοῦ  Πατρός.  Ἀμήν. Καθʹ  ἑκάστην  ἡμέραν  εὐλογήσω  σε,  καὶ  αἰνέ‐ σω  τὸ  ὄνομά  σου  εἰς  τὸν  αἰῶνα,  καὶ  εἰς  τὸν  αἰ‐ ῶνα  τοῦ  αἰῶνος.
Καταξίωσον,  Κύριε,  ἐν  τῇ  ἡμέρᾳ  ταύτῃ,  ἀνα‐ μαρτήτους  φυλαχθῆναι  ἡμᾶς.
Εὐλογητὸς  εἶ,  Κύριε,  ὁ  Θεὸς  τῶν  Πατέρων  ἡ‐ μῶν,  καὶ  αἰνετὸν  καὶ  δεδοξασμένον  τὸ  ὄνομά σου  εἰς  τοὺς  αἰῶνας.  Ἀμήν.
Γένοιτο,  Κύριε,  τὸ  ἔλεός  σου  ἐφʹ  ἡμᾶς,  καθά‐ περ  ἠλπίσαμεν  ἐπὶ  σέ.
Εὐλογητὸς  εἶ,  Κύριε.  δίδαξόν  με  τὰ  δικαιώμα‐ τά  σου.
Εὐλογητὸς  εἶ,  Κύριε.  δίδαξόν  με  τὰ  δικαιώμα‐ τά  σου.
Εὐλογητὸς  εἶ,  Κύριε.  δίδαξόν  με  τὰ  δικαιώμα‐ τά  σου.


Κύριε,  καταφυγὴ  ἐγενήθης  ἡμῖν,  ἐν  γενεᾷ  καὶ
γενεᾷ.  Ἐγὼ  εἶπα΄  Κύριε,  ἐλέησόν  με,  ἴασαι τὴν  ψυχήν  μου,  ὅτι  ἥμαρτόν  σοι.
Κύριε,   πρὸς   σὲ   κατέφυγον,   δίδαξόν   με   τοῦ ποιεῖν  τὸ  θέλημά  σου,  ὅτι  σὺ  εἶ  ὁ  Θεός  μου.
Ὅτι  παρὰ  σοὶ  πηγὴ  ζωῆς,  ἐν  τῷ  φωτί  σου  ὀ‐ ψόμεθα  φῶς.
Παράτεινον  τὸ  ἔλεός  σου  τοῖς  γινώσκουσί  σε. Ἅγιος  ὁ  Θεός,  Ἅγιος  Ἰσχυρός,  Ἅγιος  Ἀθάνα‐ τος,  ἐλέησον  ἡμᾶς.
Ἅγιος  ὁ  Θεός,  Ἅγιος  Ἰσχυρός,  Ἅγιος  Ἀθάνα‐ τος,  ἐλέησον  ἡμᾶς.
Ἅγιος  ὁ  Θεός,  Ἅγιος  Ἰσχυρός,  Ἅγιος  Ἀθάνα‐ τος,  ἐλέησον  ἡμᾶς.
Δόξα   Πατρὶ   καὶ   Υἱῷ   καὶ   ἁγίῳ   Πνεύματι. Καὶ  νῦν  καὶ  ἀεὶ  καὶ  εἰς  τοὺς  αἰῶνας  τῶν  αἰώ‐ νων.  Ἀμήν.
Ἅγιος         Ἀθάνατος,          ἐλέησον         ἡμᾶς.
καὶ  πάλιν  γεγονωτέρᾳ  τῇ  φωνῇ
Ἅγιος                                                             Θεός,
Ἅγιος                                                          Ἰσχυρός,
Ἅγιος  Ἀθάνατος,  ἐλέησον  ἡμᾶς.
καὶ  εὐθύς
τὸ  ἀπολυτίκιον  τοῦ  Ἱεράρχου
Ἦχος  δʹ
Κανόνα  πίστεως  καὶ  εἰκόνα  πρᾳότητος,  ἐγ‐
κρατείας  Διδάσκαλον,  ἀνέδειξέ  σε  τῇ  ποίμνῃ
σου,  ἡ  τῶν  πραγμάτων  ἀλήθεια,  διὰ  τοῦτο  ἐ‐
κτήσω  τῇ  ταπεινώσει  τὰ  ὑψηλά,  τῇ  πτωχείᾳ
τὰ   πλούσια,   Πάτερ   Ἱεράρχα   Νικόλαε,   πρέ‐
σβευε  Χριστῷ  τῷ  Θεῷ,  σωθῆναι  τὰς  ψυχὰς  ἡ‐
μῶν.
*  *  *  *  *
ΕΙΣ  ΤΗΝ  ΘΕΙΑΝ  ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΝ
Εἰ  βούλει,  τὰ  Τυπικά,  καὶ  εἰς  τοὺς  Μακαρι‐
σμοὺς  ἐκ  τῶν  Κανόνων  τοῦ  Ἱεράρχου(  δ’  ἐκ
τοῦ  α’  κανόνος  τῆς  γʹ  καὶ  δ’  ἐκ  τοῦ  β’  κανόνος
τῆς  ςʹ  ᾠδῆς).  Εἰ  δὲ  μὴ  τὰ  παρόντα
ΑΝΤΙΦΩΝΑ
᾽Αντίφωνον  α΄
9




Ἦχος  β´.
Στίχ.  α´.  Εὐλόγει  ἡ  ψυχή  μου,  τὸν  Κύριον,  καὶ
πάντα  τὰ  ἐντός  μου  τὸ  ὄνομα  τὸ  ἅγιον  αὐτοῦ.
Ταῖς  πρεσβείαις  τῆς  Θεοτόκου,  Σῶτερ  σῶσον
ἡμᾶς.
Στίχ.  β´.  Εὐλόγει,  ἡ  ψυχή  μου,  τὸν  Κύριον,  καὶ
μὴ   ἐπιλανθάνου   πάσας   τὰς   ἀνταποδόσεις
αὐτοῦ.
Ταῖς  πρεσβείαις  τῆς  Θεοτόκου...
Στίχ.  γ´.  Κύριος  ἐν  τῷ  οὐρανῷ  ἡτοίμασε  τὸν θρόνον  αὐτοῦ,  καὶ  ἡ  βασιλεία  αὐτοῦ  πάντων δεσπόζει.
Ταῖς  πρεσβείαις  τῆς  Θεοτόκου...
Δόξα.
Καὶ  νῦν.
Ταῖς  πρεσβείαις  τῆς  Θεοτόκου...
Ἀντίφωνον  Βʹ
Ἦχος  ὁ  αὐτὸς.
Στίχ.  α´.  Αἴνει,  ἡ  ψυχή  μου,  τὸν  Κύριον  αἰνέ‐ σω  Κύριον  ἐν  τῇ  ζωῇ  μου  ψαλῷ  τῷ  Θεῷ  μου ἕως  ὑπάρχω.
Σῶσον  ἡμᾶς,  Υἱὲ  Θεοῦ,  ὁ  ἐν  Ἁγίοις  θαυμα‐ στός,  ψάλλοντάς  σοι,  Ἀλληλούϊα.
Στίχ.  β´.  Μακάριος,  οὗ  ὁ  Θεὸς  Ἰακὼβ  βοηθὸς
αὐτοῦ,  ἡ  ἐλπὶς  αὐτοῦ  ἐπὶ  Κύριον  τὸν  Θεὸν  αὐ‐
τοῦ.
Σῶσον  ἡμᾶς,  Υἱὲ  Θεοῦ,  ὁ  ἐν  Ἁγίοις  θαυμα‐ στός,...
Στίχ.  γ´.  Βασιλεύσει  Κύριος  εἰς  τὸν  αἰῶνα,  ὁ
Θεός  σου,  Σιών,  εἰς  γενεὰν  καὶ  γενεάν.
Σῶσον  ἡμᾶς,  Υἱὲ  Θεοῦ,  ὁ  ἐν  Ἁγίοις  θαυμα‐
στός,...
Δόξα.
Καὶ  νῦν  καὶ  ἀεὶ...
  μονογενὴς  Υἱὸς  καὶ  Λόγος  τοῦ  Θεοῦ,  ἀθά‐
νατος  ὑπάρχων,  καὶ  καταδεξάμενος,  διὰ  τὴν
ἡμετέραν  σωτηρίαν,  σαρκωθῆναι  ἐκ  τῆς  ἁγί‐
ας  Θεοτόκου  καὶ  ἀειπαρθένου  Μαρίας,  ἀτρέ‐
πτως  ἐνανθρωπήσας,  σταυρωθείς  τε,  Χριστὲ


ὁ  Θεός,  θανάτῳ  θάνατον  πατήσας,  Εἷς  ὢν  τῆς
ἁγίας  Τριάδος,  συνδοξαζόμενος  τῷ  Πατρὶ  καὶ τῷ  ἁγίῳ  Πνεύματι,  σῶσον  ἡμᾶς.
Ἀντίφωνον  Γʹ
Στίχ.  Τίμιος  ἐναντίον  Κυρίου  ὁ  θάνατος  τοῦ Ὁσίου  αὐτοῦ.
τὸ  ἀπολυτίκιον,  ἦχος  δʹ
Κανόνα  πίστεως  καὶ  εἰκόνα  πρᾳότητος,  ἐγ‐
κρατείας  Διδάσκαλον,  ἀνέδειξέ  σε  τῇ  ποίμνῃ
σου,  ἡ  τῶν  πραγμάτων  ἀλήθεια,  διὰ  τοῦτο  ἐ‐
κτήσω  τῇ  ταπεινώσει  τὰ  ὑψηλά,  τῇ  πτωχείᾳ
τὰ   πλούσια,   Πάτερ   Ἱεράρχα   Νικόλαε,   πρέ‐
σβευε  Χριστῷ  τῷ  Θεῷ,  σωθῆναι  τὰς  ψυχὰς  ἡ‐
μῶν.
Στίχ.  Οἱ  ἱερεῖς  σου  Κύριε  ἐνδύσονται  δικαιο‐ σύνην  καὶ  οἱ  ὅσιοι  σου  ἀγαλλιάσει  ἀγαλλιά‐ σονται.
Κανόνα  πίστεως...
Εἴσοδος.
Εἰσοδικὸν
(ψάλλεται  ὑπὸ  τῶν  ἱερουργούντων  μόνον  ὅ‐
ταν  τελεῖται  συλλείτουργον)
Δεῦτε   προσκυνήσωμεν   καὶ   προσπέσωμεν Χριστῷ,  σῷσον  ἡμᾶς  Υἱὲ  Θεοῦ  ὁ  ἐν  Ἁγίοις θαυμαστὸς...  ...ψάλλοντάς  σοι,  Ἀλληλούϊα.
(ψάλλεται  ὑπὸ  τῶν  ἱερουργούντων  μόνον  ὅ‐
ταν  τελεῖται  συλλείτουργον)
Ἀπολυτίκιον.  Ἦχος  δ’.
Κανόνα  πίστεως  καὶ  εἰκόνα  πρᾳότητος,  ἐγ‐
κρατείας  Διδάσκαλον,  ἀνέδειξέ  σε  τῇ  ποίμνῃ
σου,  ἡ  τῶν  πραγμάτων  ἀλήθεια,  διὰ  τοῦτο  ἐ‐
κτήσω  τῇ  ταπεινώσει  τὰ  ὑψηλά,  τῇ  πτωχείᾳ
τὰ   πλούσια,   Πάτερ   Ἱεράρχα   Νικόλαε,   πρέ‐
σβευε  Χριστῷ  τῷ  Θεῷ,  σωθῆναι  τὰς  ψυχὰς  ἡ‐
μῶν.
Τοῦ  Ναοῦ
( ψάλλεται  ὑπὸ  τῶν  ἱερουργούντων  μόνον  ὅ‐
ταν  τελεῖται  συλλείτουργον)
Κοντάκιον  Προεόρτιον  Ἦχος  γʹ


10




    Παρθένος    σήμερον,    τὸν    προαιώνιον
Λόγον,  ἐν  Σπηλαίῳ  ἔρχεται,  ἀποτεκεῖν  ἀποῤ‐ ῥήτως,  Χόρευε  ἡ  οἰκουμένη  ἀκουτισθεῖσα,  δό‐ ξασον  μετὰ  Ἀγγέλων  καὶ  τῶν  Ποιμένων,  βου‐ ληθέντα  ἐποφθῆναι,  Παιδίον  νέον,  τὸν  πρὸ αἰώνων  Θεόν.
Τρισάγιον.
Ἀπόστολος.  Τοῦ  ῾Αγίου·  (῾Εβρ.  ιγ΄  17‐21).
Προκείμενον  ἦχος  βαρύς.
Τίμιος  ἐναντίον  Κυρίου  ὁ  θάνατος  τοῦ  ὁσίου
αὐτοῦ.
Στίχ.Τί  ἀνταποδώσωμεν  τῷ  Κυρίῳ  περὶ
πάντων,  ὧν  ἀνταπέδωκεν  ἡμῖν;
Πρὸς    Ἑβραίους    Ἐπιστολῆς    Παύλου    τὸ Ἀνάγνωσμα  .
Ἀδελφοί,  πείθεσθε  τοῖς  ἡγουμένοις  ὑμῶν  καὶ
ὑπείκετε,  αὐτοὶ  γὰρ  ἀγρυπνοῦσιν  ὑπὲρ  τῶν
ψυχῶν  ὑμῶν  ὡς  λόγον  ἀποδώσοντες΄  ἵνα  με‐
τὰ  χαρᾶς  τοῦτο  ποιῶσιν  καὶ  μὴ  στενάζοντες,
ἀλυσιτελὲς  γὰρ  ὑμῖν  τοῦτο.  Προσεύχεσθε  πε‐
ρὶ  ἡμῶν΄  πεποίθαμεν  γὰρ  ὅτι  καλὴν  συνείδη‐
σιν  ἔχομεν,  ἐν  πᾶσιν  καλῶς  θέλοντες  ἀνα‐
στρέφεσθαι.    Περισσοτέρως    δὲ    παρακαλῶ
τοῦτο  ποιῆσαι  ἵνα  τάχιον  ἀποκατασταθῶ  ὑ‐
μῖν.  ῾Ο  δὲ  Θεὸς  τῆς  εἰρήνης,  ὁ  ἀναγαγὼν  ἐκ
νεκρῶν  τὸν  ποιμένα  τῶν  προβάτων  τὸν  μέ‐
γαν  ἐν  αἵματι  διαθήκης  αἰωνίου,  τὸν  Κύριον
ἡμῶν   ᾽Ιησοῦν,  καταρτίσαι  ὑμᾶς  ἐν  παντὶ  ἀ‐
γαθῷ  εἰς  τὸ  ποιῆσαι  τὸ  θέλημα  αὐτοῦ,  ποιῶν
ἐν  ἡμῖν  τὸ  εὐάρεστον  ἐνώπιον  αὐτοῦ  διὰ  ᾽Ιη‐
σοῦ  Χριστοῦ,  ᾧ  ἡ  δόξα  εἰς  τοὺς  αἰῶνας  τῶν
αἰώνων·  ἀμήν.
λληλούϊα  (γ’)
Εὐαγγέλιον
῾Ομοίως·  (Λουκ.  ς΄  17‐23)
Ἐκ  τοῦ  κατὰ  Λουκᾶν.
Τῷ  καιρῷ  ἐκείνῳ,  ἔστη  ὁ  Ἰησοῦς  ἐπὶ  τόπου
πεδινοῦ,  καὶ  ὄχλος  μαθητῶν  αὐτοῦ,  καὶ  πλῆ‐
θος  πολὺ  τοῦ  λαοῦ  ἀπὸ  πάσης  τῆς  ᾽Ιουδαίας
καὶ  Ἱερουσαλὴμ  καὶ  τῆς  παραλίου  Τύρου  καὶ
Σιδῶνος,  οἳ  ἦλθον  ἀκοῦσαι  αὐτοῦ  καὶ  ἰαθῆναι
ἀπὸ  τῶν  νόσων  αὐτῶν·  καὶ  οἱ  ἐνοχλούμενοι


ἀπὸ  πνευμάτων  ἀκαθάρτων  καὶ  ἐθεραπεύον‐
το.  Καὶ  πᾶς  ὁ  ὄχλος  ἐζήτει  ἅπτεσθαι  αὐτοῦ,  ὅ‐
τι  δύναμις  παρ᾽  αὐτοῦ  ἐξήρχετο  καὶ  ἰᾶτο  πάν‐
τας.  Καὶ  αὐτὸς  ἐπάρας  τοὺς  ὀφθαλμοὺς  αὐ‐
τοῦ  εἰς  τοὺς  μαθητὰς  αὐτοῦ  ἔλεγεν΄  Μακάρι‐
οι  οἱ  πτωχοί,  ὅτι  ὑμετέρα  ἐστὶν  ἡ  βασιλεία  τοῦ
Θεοῦ.  Μακάριοι  οἱ  πεινῶντες  νῦν,  ὅτι  χορτα‐
σθήσεσθε.  μακάριοι  οἱ  κλαίοντες  νῦν,  ὅτι  γε‐
λάσετε.  Μακάριοί  ἐστε  ὅταν  μισήσωσιν  ὑμᾶς
οἱ  ἄνθρωποι,  καὶ  ὅταν  ἀφορίσωσιν  ὑμᾶς  καὶ
ὀνειδίσωσιν  καὶ  ἐκβάλωσιν  τὸ  ὄνομα  ὑμῶν
ὡς  πονηρὸν  ἕνεκα  τοῦ  Υἱοῦ  τοῦ  ἀνθρώπου·
Χαίρετε  ἐν  ἐκείνῃ  τῇ  ἡμέρᾳ  καὶ  σκιρτήσατε,  ἰ‐
δοὺ  γὰρ  ὁ  μισθὸς  ὑμῶν  πολὺς  ἐν  τῷ  οὐρανῷ. Δόξα  σοι,  Κύριε,  δόξα  σοι.
*  *  *
Καὶ  καθεξῆς  ἡ  Θεία  Λειτουργία  τοῦ  Ἱεροῦ
Χρυσοστόμου
*  *  *
Εἰς  τό,  Ἐξαιρέτως
ξιόν  ἐστιν  ὡς  ἀληθῶς,  μακαρίζειν  σὲ  τὴν
Θεοτόκον,        τὴν         ἀειμακάριστον        καὶ
παναμώμητον   καὶ   μητέρα   τοῦ   Θεοῦ   ἡμῶν.
Τὴν     τιμιωτέραν     τῶν     Χερουβεὶμ     καὶ
ἐνδοξοτέραν  ἀσυγκρίτως  τῶν  Σεραφείμ,  τὴν
ἀδιαφθόρως    Θεὸν    Λόγον    τεκοῦσαν,    τὴν ὄντως  Θεοτόκον,  σὲ  μεγαλύνομεν.
*  *  *
Κοινωνικὸν
Εἰς    μνημόσυνον    αἰώνιον    ἔσται    δίκαιος. Ἀλληλούϊα.
ἦχος  β’
Εἴδομεν   τὸ   φῶς   τὸ   ἀληθινόν,   ἐλάβομεν
Πνεῦμα  ἐπουράνιον,  εὕρομεν  πίστιν  ἀληθῆ,
ἀδιαίρετον  Τριάδα  προσκυνοῦντες,  αὕτη  γὰρ
ἡμᾶς  ἔσωσεν.
ἦχος  β’
Εἴη  τὸ  ὄνομα  Κυρίου  εὐλογημένον  ἀπό  τοῦ νῦν  καὶ  ἕως  τοῦ  αἰῶνος.  (τρὶς)
Ἀπόλυσις

11