Ὅσο ὑπάρχουν ἄνθρωποι
Τῆς Μαρίας Κατσουνάκη
(ἐφημ. «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 02.10.10)
Ἡ Ματίνα ἦταν φιλόλογος σὲ δημόσιο γυμνάσιο, σὲ μία μέση, μᾶλλον ὑποβαθμισμένη περιοχὴ τῆς Ἀθήνας. Ὅπως πολλοὶ ἄλλοι συνάδελφοί της, σηκωνόταν κάθε πρωὶ γιὰ νὰ ἀσκήσει τὸ λειτούργημά της, μὲ ἀγωνία καὶ ἔγνοια γιὰ τὸ μάθημα, ἔριχνε μάλιστα καὶ μία τελευταία ματιὰ στὸ βιβλίο πίνοντας τὸν πρωινὸ καφέ της. Τὰ βράδια καὶ οἱ μέρες της δὲν θὰ τροφοδοτοῦσαν ποτὲ ἕνα δημοσιογραφικὸ ἀφήγημα, δελτίο εἰδήσεων ἢ στήλη περιοδικοῦ. Ἦταν ἕνας μέσος, κανονικὰ ἐργαζόμενος, ἔντιμος ἄνθρωπος, μὲ ὑψηλὸ αἴσθημα εὐθύνης, εὐαισθητοποιημένος κοινωνικά, μὲ σταθερὲς ἀπόψεις γιὰ τὸν κλάδο της καὶ τὶς ἐκπαιδευτικὲς μεταρρυθμίσεις, τὶς ὁποῖες ἀπόψεις ὑπερασπιζόταν μὲ σθένος. Ἦταν ἥσυχη, ἀπόλυτα νομοταγής, ἐντελῶς ξένη στὸ μοντέλο «τὰ λεφτὰ τὰ φάγαμε ὅλοι μαζί». Ἕνας συνεπής, δοτικὸς δημόσιος λειτουργός, μὲ μόνη ἀπασχόληση τὸ σχολεῖο, χωρὶς ἀφορολόγητα ἐπιπλέον ἰδιαίτερα μαθήματα, ποὺ ἔβλεπε τὸν μισθό του νὰ συρρικνώνεται, κάποιους συναδέλφους της νὰ ἀγκομαχοῦν καὶ κάποιους ὄχι. Ἦταν μέλος μίας ἀνώνυμης, εὐσυνείδητης, ἀξιοπρεποῦς, προβληματισμένης –ὄχι προβληματικῆς– κοινότητας (δὲν ἔχει καταμετρηθεῖ καὶ οὔτε πρόκειται νὰ καταμετρηθεῖ ποτέ), ποὺ ἀποτελεῖ τὴ στέρεη ραχοκοκαλιὰ κάθε κοινωνίας.
Τὴν περασμένη Τετάρτη, μία μέρα ὅπως κάθε μέρα, ἡ Ματίνα ἑτοιμαζόταν γιὰ τὸ σχολεῖο της, ἀλλὰ ὅλα ἔμειναν στὴ μέση. Πέθανε ἀπὸ ἀνακοπὴ στὰ 53 της. Δὲν θὰ μείνουμε στὸν θάνατο οὔτε στὸν θρῆνο τῆς οἰκογένειας, τῶν φίλων, τῶν συναδέλφων της. Οἱ ἀνατροπές, τὸ στιγμιαῖο πάγωμα τῆς ζωῆς, ἡ ἀπροκάλυπτη ὄψη τοῦ τραγικοῦ δὲν λείπουν ἀπὸ τὸ βιογραφικὸ κανενὸς (σχεδόν). Στὴν κηδεία της, τὸ νεκροταφεῖο πλημμύρισε (δὲν εἶναι σχῆμα λόγου) ἀπὸ μαθητές. Ἐφήβους μὲ μαῦρα μπλουζάκια, ποὺ κρατοῦσαν ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο στὸ χέρι. Διέσχισαν τὴ μισὴ Ἀθήνα γιὰ νὰ φτάσουν ἀπὸ τὴν γειτονιά τους στὸ A΄ Νεκροταφεῖο. Αὐτὰ τὰ παιδιά, τῆς ἀπαξιωμένης δημόσιας ἐκπαίδευσης, Ἕλληνες καὶ ἀλλοδαποὶ μαζί, πορεύθηκαν σεβαστικά, συντεταγμένα, θλιμμένα, ἐπιβάλλοντας, μὲ ἀξιοζήλευτο ἦθος, μεταξύ τους, τὴν τάξη. Ἕνα κινητὸ ποὺ χτύπησε μέσα στὴν ἐκκλησία παραλίγο νὰ προκαλέσει σύρραξη ἀπὸ τοὺς γύρω ὁμηλίκους. Μαθητὲς γυμνασίου καὶ λυκείου, μαζί, ἀποχαιρέτισαν τὴν καθηγήτριά τους μὲ λίγα λόγια. Αὐτὰ ποὺ ἤξεραν καὶ μπόρεσαν νὰ ποῦν. Καλογραμμένα, λίγο ἀμήχανα καὶ τρακαρισμένα, μίλησαν γιὰ τὸ ταξίδι, τὴ μνήμη ποὺ δὲν χάνεται, τὴν ἀγάπη καὶ τὴ γνώση ποὺ κερδήθηκαν, ζέσταναν καὶ ἀκολουθοῦν. Στὸ τέλος, οἱ φωνὲς τοὺς ἔσπασαν, μαζὶ μὲ τὴν φωνὴ τῆς καθηγήτριας καὶ φίλης μὲ τὴν ὁποία ἔπεσε ἡ αὐλαία.
Ἡ παρουσία τῶν μαθητῶν ἦταν καταλύτης. Ἔδωσαν στὴν ζωὴ καὶ στὸν θάνατο τὸ μερίδιο ποὺ τοὺς ἀναλογεῖ. Στὸ ὕστατο «ἀντίο» ἑνὸς ἀνωνύμου ἐκπαιδευτικοῦ κλείδωσε μία σχέση ποὺ ἀθόρυβα καὶ ἐπίπονα οἰκοδομήθηκε καὶ θὰ ἐξακολουθεῖ νὰ οἰκοδομεῖται. Μία σχέση εἰλικρινείας, διαθεσιμότητας, ἀφοσίωσης. Ὅσο ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ὅσο ὑπάρχουν καθηγητὲς καὶ δάσκαλοι ποὺ ἀφήνουν χνάρι, θὰ ξέρουμε ποῦ νὰ στραφοῦμε, τί νὰ σκεφτοῦμε, ὅταν ἡ πολιορκία στενεύει καὶ οἱ ἀπώλειες πυκνώνουν.
Κάθε Ματίνα ποὺ φεύγει δὲν χάνεται.